Ηδη από τη δεκαετία του ’70 τον θυμούνται κάποιοι παλιοί φίλοι να διοργανώνει μουσικές συναντήσεις σε ένα παλιό τριώροφο σπίτι στα Εξάρχεια. Τους μάζευε εκεί για να ακούσουν δίσκους.
Ετσι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ακούγοντας δίσκους, αλλά και γράφοντας ή μιλώντας για αυτούς. Ο δημοσιογράφος και μουσικοκριτικός Αργύρης Ζήλος (1952-2025) πριν από λίγες μέρες πάτησε για τελευταία φορά το play για το μεγαλύτερο μουσικό του ταξίδι, έχοντας περάσει ήδη στην ιστορία του μουσικού Τύπου ως ένας από τους πιο επιδραστικούς μουσικοκριτικούς της χώρας.
Τα τελευταία τουλάχιστον 10 χρόνια είχε αποτραβηχτεί από τις κριτικές. Ο ίδιος είχε δώσει την απάντησή του για αυτό σε συνέντευξή του στον Αντώνη Ξαγά για το Mic.gr: «Η κριτική είναι ένα επάγγελμα που το έκανα σχεδόν 40 χρόνια, από αυτό έζησα εμένα και την οικογένειά μου, σχεδόν όλα μου τα ένσημα προέρχονται από τη δουλειά αυτή. Και όταν έρχεται κάποιος, όση συμπάθεια ή εκτίμηση κι αν του έχεις και σου ζητάει να συνεργαστείτε, με τη διαφορά ότι “βρε συ Αργύρη μου, δεν έχουμε λεφτά”, κάπου αισθάνομαι ενδόμυχα ότι εγώ δεν μπορώ να συναινέσω σε αυτό.
Μη με παρεξηγείς, δεν το προσπερνώ, ούτε το υποτιμώ, χαίρομαι να με εκτιμούν ύστερα από τόσα χρόνια στη δουλειά, ήταν όμως αυτό, δουλειά, όχι χόμπι για συνεχίσω να το κάνω τζάμπα. Ξέρεις και κάτι ακόμη; Εντάξει, δεν έχεις λεφτά να πληρώσεις. Φρόντισε τότε να δημιουργήσεις ένα ομαδικό πνεύμα, την αίσθηση μιας συλλογικότητας, μιας κοινότητας. Δεν υπήρξε κάτι τέτοιο, ειδικά στις τελευταίες συνεργασίες».
Μπορεί η Ιστορία να τον κατέγραψε ως έναν από τους πιο αυστηρούς κριτικούς, αλλά το χιούμορ του ήταν αδιαπέραστο. Δεν τον ενδιέφερε να είναι ευχάριστος, ούτε έκανε δημόσιες σχέσεις. Υπήρξε ακριβοδίκαιος και «ακριβοάδικος» με καλλιτέχνες κυρίως της ελληνικής μουσικής, αλλά και με μεγάλα διεθνή ονόματα για τα οποία έγραψε σκληρά αρνητικές κριτικές. Εγραψε όμως με γνώση και για πολλούς άλλους τα πράγματα με το όνομά τους, όπως δεν θα έκαναν άλλοι που δεν ήθελαν να διαταράξουν τις προσωπικές τους σχέσεις με καλλιτέχνες ή εταιρείες.
Ενα από τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν μοναδικό ήταν ότι πρότεινε στο ελληνικό κοινό ακούσματα για τα οποία δεν είχε μιλήσει κανένας άλλος μέχρι τότε. Εστειλε πολύ κόσμο στα δισκοπωλεία και συνέβαλε με όλες του τις δυνάμεις στη μουσική παιδεία αυτού του τόπου με τα δικά του πάντα – αυστηρά – κριτήρια.
Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονταν την αξία του, αλλά σε πολλούς καλλιτέχνες αλλά και ανθρώπους των δισκογραφικών δεν ήταν αρεστός. Βέβαια, όλοι τον παρακολουθούσαν και περίμεναν με αγωνία να διαβάσουν τι θα γράψει για εκείνους – και για τους άλλους. Το ίδιο συνέβαινε και με τους άλλους μουσικοκριτικούς. Ολοι τον διάβαζαν!
Αγαπούσε βαθιά τη μουσική και την παραγωγή της. Ακούραστος ακροατής όλα τα χρόνια, έγραψε σε πολλά περιοδικά, ενώ υπήρξε και αρχισυντάκτης ή σύμβουλος έκδοσης («Ηχος & Εικόνα», «Αθηνόραμα», «Ποπ & Ροκ», «Δίφωνο», «Τέταρτο», «Audio» κ.ά.), τότε που ο κόσμος γέμιζε τα δισκοπωλεία ή και αργότερα που αγόραζε τίτλους στα περίπτερα. Υπήρξε και ραδιοφωνικός παραγωγός στην ΕΡΑ, τον Τοπ FM, τον 902 και τον Rock FM, ενώ το πέρασμά του από «Το Βήμα» και την «Καθημερινή» ήταν σύντομο, όπως και η θητεία του στη δημόσια τηλεόραση.
Ο Αργύρης Ζήλος θα αποτελεί πάντα ένα παράδειγμα για έναν «ρόλο» που έχει από καιρό εκφυλιστεί. Μέσα στις χιλιάδες κριτικές του υπάρχουν πολλές που έμειναν στη μουσικόφιλη «πιάτσα» ως ανέκδοτα. Οπως τότε που έβγαλε η Δέσποινα Βανδή τον δίσκο με τον τίτλο «Υποφέρω». Η κριτική του ήταν μόλις «Εγώ να δεις!» ή για τον δίσκο του Αντύπα «Οδηγώ και σε σκέφτομαι» είχε γράψει «Ετσι γίνονται τα ατυχήματα» ή για τη Madonna όταν είχε κυκλοφορήσει το «Like a Virgin» έγραψε: «Είπε σαν…».
Μπορεί να έχουν ζητηθεί πολύ αυτοί οι χιουμοριστικοί μουσικοί του «αφορισμοί», αλλά στις «κανονικές» κριτικές του ήταν απολαυστικός. Με κείμενα καλογραμμένα, πρότεινε, παρατηρούσε, σχολίαζε, κριτίκαρε πριν από τους ακροατές για τους ακροατές και, όπως είναι λογικό, ένας ιδιοσυγκρασιακός κριτικός είχε φανατικούς φίλους και φανατικούς πολεμίους. Πολλές φορές άκουσε πρώτος εκείνα που οι υπόλοιποι άκουγαν μήνες αργότερα.
Τη δεκαετία του ’80 και του ’90, που «έχτισε» το όνομά του, η αναζήτηση της «φρέσκιας» μουσικής και των νέων τάσεων δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε οικονομική υπόθεση. Οι μουσικοκριτικοί αποτελούσαν πυξίδα και έδιναν κατευθύνσεις όταν δεν υπήρχε η δυνατότητα – όπως σήμερα – να ακούσεις έναν δίσκο. Η ευθύνη ήταν μεγάλη. Αυτήν ακριβώς την ευθύνη είχε πάντα στο μυαλό του ο Αργύρης Ζήλος και για αυτό ίσως ακουγόταν συχνά η φράση «Στον Γιάννη Πετρίδη οφείλω το μουσικό ζην και στον Αργύρη Ζήλο το ευ ζην».
Ελεγε συχνά πως αυτό που επεδίωξε όλα τα χρόνια της αφοσίωσής του στην παρουσίαση της μουσικής ήταν η προσωπική επικοινωνία, γιατί με αυτή μπορούσε να λειτουργήσει πιο προσωπικά και πιο ανοιχτά. Στη μουσική, έλεγε, αυτό που χάνεις σε ορθολογισμό το κερδίζεις σε συναίσθημα.







