Επιχειρώντας να ανιχνεύσει κανείς την τύχη της χώρας και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας έρχεται αντιμέτωπος με τις πολλές και διαφορετικές όψεις της. Δεκαπέντε χρόνια μετά την εκδήλωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης οι ελληνικές οικονομικές υποθέσεις αποδίδουν εικόνες προόδου και οπισθοχώρησης μαζί. Το κράτος μοιάζει να έχει απαλλαγεί, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, από τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα των προηγούμενων πολλών χρόνων. Οι ετήσιοι προϋπολογισμοί παραμένουν σταθερά στη ζώνη του ισοσκελισμού, το μεγάλο δημόσιο χρέος βαίνει μειούμενο και οι δαπάνες εξυπηρέτησής του μειούμενες. Τα φορολογικά έσοδα, λόγω κυρίως της ψηφιοποίησης της οικονομίας και του ανοδικού κύκλου της οικονομίας, έχουν εκτοξευτεί σε επίπεδα υψηλότερα των 70 δισ. ευρώ τον χρόνο και στον βαθμό που διατηρηθούν οι τάσεις αύξησης των εσόδων του ΦΠΑ προς τα 30 δισ. ευρώ ετησίως, το 2029, βάσει των προβλέψεων του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, θα ξεπεράσουν τα 80 δισ. ευρώ!
Λογικά, αν δεν αλλάξουν δραματικά οι συνθήκες και δεν μεταβληθούν σημαντικά οι φορολογικοί συντελεστές, η Ελλάδα θα είναι δημοσιονομικά ασφαλισμένη τουλάχιστον μέχρι το 2032, μέχρι τη χρονιά δηλαδή κατά την οποία θα λήξει το προνομιακό καθεστώς των χαμηλών επιτοκίων, που εξασφαλίστηκε μετά τη διαπραγμάτευση του 2015, για τα ελληνικά χρέη προς τους ευρωπαίους πιστωτές. Γεγονός που δίδει διαχειριστικές δυνατότητες στο ελληνικό κράτος, επιτρέποντας λελογισμένες διανομές στις κυβερνήσεις. Από εκεί και πέρα αξιοπαρατήρητες, ως προς τη γεωπολιτική τους διάσταση και σημασία, οι τελευταίες ενεργειακές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, μέσω των οποίων η Ελλάδα μετατρέπεται σε πύλη εισόδου ενεργειακών αγαθών στην Ευρώπη. Κάνουν διαφορά οι συμφωνίες αυτές, αναβαθμίζουν τη γεωπολιτική θέση της χώρας στον κόσμο και δημιουργούν περιβάλλον οικονομικών ευκαιριών και ασφάλειας. Οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις και δη οι εξωστρεφείς ζουν επίσης μέρες ισχυρής μεγέθυνσης και ανάπτυξης. Εκμεταλλεύθηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια τις δυνατότητες που προσέφερε ο μεταπανδημικός ανοδικός κύκλος, εξυγιάνθηκαν σε μεγάλο βαθμό, απομείωσαν στον μέγιστο βαθμό τον υψηλό παλαιό τραπεζικό δανεισμό, βελτίωσαν εντυπωσιακά την κερδοφορία τους και απέκτησαν χρηματοδοτικές δυνατότητες από τις διεθνείς αγορές που δεν είχαν ποτέ φανταστεί. Iσχυροί επιχειρηματικοί όμιλοι όπως αυτοί της ΔΕΗ, της Cosmote, της Μetlen, της Βιοχάλκο, του Τιτάνα, της Μotor Oil, των Ελληνικών Πετρελαίων, της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, του Ακτορα, της Sunlight, των Ελληνικών Τυροκομείων, της μακαρονοποιίας Μέλισσα, πολλές άλλες μονάδες τροφίμων όπως αυτές του προέδρου του ΣΕΒ Σπύρου Θεοδωρόπουλου, βιομηχανίες ειδικευμένες σε προϊόντα αλουμινίου, πλαστικών και υλικών συσκευασίας και εσχάτως μοντέρνα σχήματα στη ζώνη των νέων τεχνολογιών, όπου συγκροτείται ένα ελπιδοφόρο οικοσύστημα, συνθέτουν εικόνα σημαντικής προόδου και μεγέθυνσης.
Από εκεί και πέρα ωστόσο ο ευρύς κύκλος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων δοκιμάζεται, παραμένει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Σχεδόν αποκλεισμένος από το τραπεζικό σύστημα, χωρίς άλλες βοήθειες, δεν μπορεί να ξεφύγει από τα βάσανα της οικογενειακής δομής, φυτοζωεί στην κυριολεξία, δεν δύναται να επιχειρήσει άλματα επενδύσεων και παραγωγικότητας και μένει εκτεθειμένος στον ανταγωνισμό των μεγάλων σχημάτων, καθηλωμένος σε οριακά θνησιγενή μεγέθη. Εσχάτως βρίσκεται αντιμέτωπος και με τη δυσμενή δημογραφία που δεν αφήνει πολλά περιθώρια ανανέωσης και έτσι στην καλύτερη περίπτωση οι ιδιοκτήτες των μικρότερων επιχειρήσεων ελπίζουν σε έναν γαλαντόμο αγοραστή μήπως και ρεφάρουν κόπους και αγωνίες μιας ζωής. Είναι και οι ιδιομορφίες του ελληνικού πτωχευτικού δικαίου που δεν παρέχουν δεύτερη ευκαιρία στους κατά καιρούς πτωχεύσαντες και έτσι η μικρή επιχειρηματικότητα, παρότι ευρύτατη, δείχνει να μην έχει καλή τύχη.
Μόνο η ζώνη των ακινήτων και του τουρισμού δείχνει να ευδοκιμεί στον κύκλο της μικρής επιχειρηματικότητας. Οι Ελληνες για κάποιον λόγο χτίζουν πολλά και καλά σπίτια και βεβαίως τα εμπορεύονται επικερδώς. Τα τελευταία χρόνια η συσσωρευμένη ακίνητη περιουσία έχει επιτρέψει σε χιλιάδες ιδιοκτήτες να κερδοφορήσουν και να αποκτήσουν σεβαστά εισοδήματα από τη διαχείριση αστικών και τουριστικών ακινήτων. Είναι η διεθνής τάση αύξησης των ταξιδιών που προσθέτει χρόνο με τον χρόνο ευκαιρίες και κέρδη στο πλήθος των ιδιοκτητών. Η Ελλάδα προφανώς απορροφά μερίδιο από αυτή τη διαρκή τα τελευταία χρόνια άνθηση των ταξιδιών διεθνώς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο πλούτος των Ελλήνων είναι συγκεντρωμένος σε ακίνητα. Πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανέβασε τον συγκεντρωμένο πλούτο των συμπολιτών μας σε επίπεδα υψηλότερα του 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ. Εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος, κάτι περισσότερο από 600 δισ. ευρώ, πηγάζει από ακίνητα. Περιττό να σημειώσουμε ότι ο πλούτος των Ελλήνων αυξήθηκε κατά περίπου 200 δισ. ευρώ τα τελευταία χρόνια εξαιτίας κυρίως της αύξησης των τιμών των ακινήτων κατά 83% από το 2017 και εντεύθεν.







