Με σεβασμό και ενδιαφέρον πήρα στα χέρια το βιβλίο του πρώην υπουργού και πανεπιστημιακού Τάσου Γιαννίτση (γενν. 1944) Ελλάδα, 1953-2024: Χρόνος και πολιτική οικονομία (Πατάκη, 2025) και ανακάλεσα αυτομάτως στη μνήμη μου το σημαντικό, για εμένα, βιβλίο του δημοσιογράφου Αντώνη Καρακούση (γενν. 1957) Μετέωρη χώρα: Από την κοινωνία της ανάγκης στην κοινωνία της επιθυμίας, 1975-2005 (Εστία, 2006), το οποίο διάβασα μόλις εκδόθηκε, καθώς νοσηλευόμουν με γαστρορραγία στο Νοσοκομείο Παπαδημητρίου.

Ο Καρακούσης αναγιγνώσκει διεισδυτικά τη νεοελληνική κοινωνία για να ερμηνεύσει τη Μεταπολίτευση, παραπέμποντας σε άρθρα, αφηγήσεις, ευαίσθητες κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, πολιτισμικούς δείκτες (π.χ. τηλεόραση, κατανάλωση) και συγκροτώντας μια αξιοζήλευτη ποιοτική τεκμηρίωση. Αν και δεν θεωρείται σύγγραμμα επιστημονικό, το περιλαμβάνω στους σημαντικούς τίτλους Κοινωνιολογίας και στα πρόσφορα εργαλεία για την κατανόηση της πολιτικής κουλτούρας μας. Συνέδεσε οξυδερκώς τα πολιτισμικά φαινόμενα με την πολιτική έκφραση χωρίς να προσφεύγει σε στατιστικά δείγματα και διαπίστωσε ότι ως χώρα τσουλήσαμε από κοινωνία της ανάγκης σε κοινωνία της επιθυμίας, με ασύγγνωστες εκδηλώσεις στην πολιτική συμπεριφορά, στις τάσεις κατανάλωσης και στον τρόπο της κοινωνικής οργάνωσής μας.

Ο Γιαννίτσης αναλύει, ας πούμε, μακροπρόθεσμα τις οικονομικές και πολιτικές δομές της Ελλάδας, επιλέγοντας θεσμούς και οικονομικά μεγέθη για να καταδείξει πώς ο χρόνος και οι πολιτικές επιλογές διαμόρφωσαν την οικονομική πορεία της χώρας έως τώρα. Η συστηματική αξιοποίηση οικονομικών και πολιτικών δεδομένων, αλλά και η ψύχραιμη ιστορική τεκμηρίωση προσδίδουν στη μελέτη αξιόπιστα εμπειρικά χαρακτηριστικά. Μας προσφέρει μια συνθετική και επιμελή αναδρομή της μεταπολεμικής πολιτικής οικονομίας μας και πρέπει να αποτελέσει έργο αναφοράς για πολλούς αναλυτές, καθώς συγκερνά πολιτικές αποφάσεις, θεσμικές αλλαγές και οικονομικά αποτελέσματα θέτοντας καλοπροαίρετα το εργαλειακό πλαίσιο για την τρέχουσα δημόσια πολιτική συζήτησή μας.

Τα δύο βιβλία προσφέρονται ως εργαλεία για την ολιστική εικόνα και την κατανόηση της χώρας μας, ώστε να σταθούμε πιο στιβαρά στις δύσκολες αξιακές, ιδεολογικές και τεχνοκρατικές παραδοχές που αφορούν τη νεοελληνική κατάντια μας. Το πρώτο παρουσιάζει τους μετασχηματισμούς της Μεταπολίτευσης μέχρι τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα και μας διαφωτίζει με τη, μάλλον, πολιτισμική ερμηνεία τους, εφόσον δείχνει το πέρασμα από τη φτώχεια και την ικανοποίηση των βασικών αναγκών στη μαζική κατανάλωση, στις… μεγάλες προσδοκίες, στην απαίτηση ότι τα δικαιούμαστε όλα και στο μοντέλο ζωής που κατέρρευσε παταγωδώς το 2010. Η απομυθοποίηση της μεταπολιτευτικής ευφορίας μάς διδάσκει (ίσως) ότι υπάρχουν όρια στην κοινωνία της βουλιμίας, στην εξάρτηση από τα δανεικά, στον κομματισμό, στην κουλτούρα της τηλεοπτικής ψευδαίσθησης. Ετσι, αφενός, προάγεται η ιστορική, κριτική και κοινωνική αυτογνωσία μας και, αφετέρου, σωφρονιζόμαστε πολιτικά ως προς τις βαθιές ρίζες του λαϊκισμού, των πελατειακών προσδοκιών και της πολιτικής ηθικότητας.

Το δεύτερο βιβλίο χαρτογραφεί μάλλον τους ευρύτερους οικονομικο-πολιτικούς θεσμούς, για να αποκτήσουμε συνθετική εικόνα περί την εξέλιξη του μετεμφυλιακού κράτους και της οικονομίας έως σήμερα. Θεωρώ ότι αποτελεί απαραίτητο ανάγνωσμα για να περιοριστεί η επιφανειακή ερμηνεία των σύγχρονων προβλημάτων και για να αντικατασταθούν τα κομματικά συνθήματα και οι δήθεν ιδεολογικές αφηγήσεις από δεδομένα και ερμηνείες θεσμικού περιεχομένου. Αυτό συμβάλλει στον ωριμότερο δημόσιο διάλογο, στη συλλογική αυτογνωσία μας και εκπαίδευσή μας ως πολιτών που κατανοούν τις δομικές αιτίες της δημογραφικής συρρίκνωσής μας, της παραγωγικότητας του πίνω καφέ, των θεσμών τύπου όλα είναι φλου, για να φανταζόμαστε προσδοκίες για το μέλλον, οι οποίες πόρρω απέχουν από την εφικτή πραγματικότητα.

Κοντολογίς, οφείλουμε να εισαγάγουμε στον δημόσιο διάλογο την πολιτική οικονομία και να ορίσουμε ως θεμελιώδη σημεία συζήτησης την κουλτούρα, την κατανάλωση, τη βουλησιαρχία, την ασέβεια στους νόμους, την παραγωγικότητα, τη δημογραφική κατολίσθηση, τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού. Οφείλουμε να ξεστραβωθούμε διαβάζοντας μελέτες αυτής της σοβαρότητας και αξίας, απεμπολώντας αυτάρεσκες πόζες που μας καθιστούν κραγμένες καρικατούρες του δήθεν προοδευτισμού. Οφείλουμε μια υπόσχεση διαγενεακής δικαιοσύνης στους νεότερους και να λαμβάνουμε σοβαρότατα υπόψη τις επιπτώσεις που έχουν εφεξής οι πολιτικές επιλογές μας.

Ο Κώστας Θεολόγου είναι καθηγητής ΕΜΠ και διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου στη Σχολή ΕΜΦΕ