Από τις Βρυξέλλες, όπου μετέβη για τη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, ο Γιώργος Γεραπετρίτης δήλωσε ότι η κυριαρχία της Ουκρανίας είναι αδιαπραγμάτευτη και ότι ο αναθεωρητισμός δεν έχει θέση στον σύγχρονο κόσμο. Με άλλα λόγια, ο υπουργός Εξωτερικών δήλωσε εμμέσως ότι η Ελλάδα είναι αντίθετη με το ενδεχόμενο αλλαγής συνόρων – κάτι το οποίο συζητείται στις υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεις για το τέλος του πολέμου, θυμίζω. Περιττεύει να εξηγώ γιατί η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να έχει αυτή τη θέση, όταν το 34% της Κύπρου τελεί υπό τουρκική κατοχή επί μισό αιώνα τώρα. Τι να κάνουμε κι εμείς; Το Κυπριακό είναι το «Τελαμώνειον άγος» της εξωτερικής πολιτικής μας.
Αν όμως δεν μπορούμε να δεχθούμε αλλαγή συνόρων στην Ουκρανία, τότε κατ’ επέκταση δεν είμαστε ούτε υπέρ του τερματισμού του πολέμου. Το λέω αυτό, επειδή εξ αρχής ήταν δεδομένο ότι η υπόθεση αυτή δεν ήταν δυνατό να κλείσει χωρίς εδαφικές απώλειες για την Ουκρανία. Αμφιβάλλω αν και οι ίδιοι οι Ουκρανοί, έπειτα από σχεδόν τέσσερα χρόνια ενός αδυσώπητου πολέμου, πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να ανακτηθούν όλα τα εδάφη που κατέλαβαν οι Ρώσοι. Σε τελευταία ανάλυση, το κυρίως ζητούμενο για τους Ουκρανούς ήταν πάντα να έχει η χώρα τους την ελευθερία να ενταχθεί στη Δύση. (Αυτή ήταν η αιτία της ρωσικής εισβολής, επίσης). Το επιβεβαιώνει, άλλωστε, η έμφαση την οποία δίνουν οι Ουκρανοί στις διαπραγματεύσεις για το ζήτημα των εγγυήσεων και των όρων ασφαλείας για τη χώρα τους. Και μόνο το γεγονός ότι οι Ουκρανοί συζητούν το σχέδιο Τραμπ σημαίνει ότι αναγνωρίζουν εμμέσως τη σκληρή πραγματικότητα, καταλαβαίνουν δηλαδή ότι διαπραγματεύονται ελευθερία με ακεραιότητα. Επειτα από αιώνες ρωσικής επικυριαρχίας, η Ουκρανία θα αφήσει πίσω της κάτι για τη Ρωσία, είναι αναπόφευκτο – κι αν αφήσει πίσω της ρωσόφωνους πληθυσμούς, ακόμη καλύτερα. Το θέμα είναι να μπορεί μετά να προχωρήσει στον δρόμο που έχουν επιλέξει οι πολίτες της.
Το παράδοξο αυτής της κατάστασης για την Ελλάδα είναι ότι δεν μας ευνοεί μια αλλαγή συνόρων μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, ούτε όμως μας ευνοεί και η παράταση του πολέμου. (Το πιθανότερο μάλιστα είναι ότι περισσότερο μας βλάπτει η συνέχιση του πολέμου με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του σε όλα τα πεδία…) Αυτό είναι το δίλημμα για την εξωτερική πολιτική μας και αφορά τόσο τους ρεαλιστές όσο και τους μαξιμαλιστές. Διότι και εκείνοι, οι οποίοι θαυμάζουν τον Πούτιν και θεωρούν μέγα λάθος την ανοιχτή και θερμή υποστήριξη της χώρας μας για την Ουκρανία, είναι οι ίδιοι που αφηνιάζουν, μόλις ακούσουν για έντιμο συμβιβασμό στα ελληνοτουρκικά. Πώς συμβαδίζουν, λοιπόν, η αδιαλλαξία στα ελληνοτουρκικά με την αποδοχή εδαφικών κερδών της Ρωσίας εις βάρος της Ουκρανίας; Τελικά, είμαστε με τον εισβολέα, με τον αμυνόμενο ή με όποιον μας συμφέρει αναλόγως των περιστάσεων;
Οσο η κατάσταση είναι ρευστή, σαφής απάντηση δεν μπορεί να υπάρχει. Γι’ αυτό και ο υπουργός εκφράζεται εμμέσως. Είναι απαραίτητο να υπάρχει η άνεση της ασάφειας, για να υπάρχει και το ανάλογο περιθώριο για προσαρμογές.
ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ
Η Ράνια Σβίγκου πήγε στην Κίνα και μίλησε στους Κινέζους για το όνειρό της. Τους είπε ότι θέλει «έναν κόσμο στον οποίο η Ευρώπη και η Κίνα δεν θα ανταγωνίζονται για κυριαρχία, αλλά θα συνεργάζονται για ένα κοινό μέλλον, έναν κόσμο που ο διάλογος είναι εργαλείο ειρήνης και η ανάπτυξη, δίκαιη, πράσινη και ανθρώπινη». Εναν κόσμο, να προσθέσω εγώ, στον οποίο όλοι θα είμαστε υγιείς, όμορφοι και πλούσιοι! Γιατί όχι; Αφού περιγράφουμε το ανέφικτο και το εξωπραγματικό, γιατί να μην το τερματίσουμε; Σοβαρά, πάντως, πιθανότερο θεωρώ να ξημερώσει η μέρα που θα ορκιστεί πρωθυπουργός ο Παναγιώτης ο Λαφαζάνης παρά έναν κόσμο όπως τον φαντάζεται η κ. Σβίγκου…







