Ευτυχώς, οι συνειρμοί είναι ακόμα ελεύθεροι κι έτσι μπορούμε να επικοινωνούμε άνετα μεταξύ μας διά νεύματος και πνεύματος, χωρίς τον φόβο του ηλεκτροσόκ. Αν και νιώθω πάνω μου, τσίτα τις καλωδιώσεις, ρεμβάζω συχνά προς αρχαία διλήμματα, όπως αυτό. Τι θα γινόταν αν για την παραδοσιακή μας, βυζαντινογέννητη, λαϊκή μουσική είχαν επικρατήσει η βεργούλα και οι clean απόψεις του Σίμωνος Καρά, επί παραδείγματι;
Θα είχε κάνει άραγε τις διασκευές της αυτή η ροδομάγουλη αηδόνα από τη Σαντορίνη, η Μαρίζα Κωχ; Κι ο Γεχούντι Μενουχίν; Θα είχε ποτέ του ανθιστεί πως κάτι τρέχει στη Βαλκανική και θα είχε ποτέ προστρέξει με το βιολί του, το ίδιο με το οποίο έπαιζε τα ornamenti του Μπαχ, να παίξει δίπλα στη Δόμνα Σαμίου που τραγουδούσε αυτό; (Ανθολογώ κι ανατριχιάζω). «Στο Γαλατά ψιλή βροχή και στα Ταταύλα μπόρα, βασίλισσα των κοριτσιών είναι η μαυροφόρα».
Ας αλλάξω όμως σημείο για να μη με πιάνουν τα ραντάρ. Ο Σαββόπουλος, ναι ο Σαββόπουλος. Ποιο λόγο να είχε που έδωσε κι αλλού το «Σου μιλώ και κοκκινίζεις», αποσπώντας το από τον τελευταίο του δίσκο «Ο χρονοποιός»; Τίποτα δεν έπαθε ο Χρονοποιός. Αντίθετα το τραγούδι έγινε γκραν σουξέ από τον Χαρούλη (νάτος πάλι). Σε μια συναυλία του στην Τεχνόπολη που με πήγαν με το ζόρι, είδα δεκαεξάρηδες που χοροπηδούσαν και τραγουδούσαν έξω φωνή Σαββόπουλο κι ας νόμιζαν ότι τραγουδούν Χαρούλη. Τι τους συμβαίνει Παναγίτσα μου; Απλούστατα ο μέγας Διονύσιος με μια επιδέξια κίνηση είχε σπρώξει το έργο του προς τη ζωή, προς ένα νέο κοινό, και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα – Σαββόπουλος, τραγούδι και δεκαεξάρικα. Και στον «Μπάλλο», φτου φτου φτου, τους σταύρωνα φεύγοντας.
Κουράστηκα, πολύ κουράστηκα. Ας στρωθώ λίγο να ξαποστάσω κάτω από τον θεόρατο κρεμοκλαδή πλάτανο που δεν είναι άλλος από τον Μίκη Θεοδωράκη. Μεγαλύτερος κι απ΄όσο μεγάλος νόμιζα ότι είναι, με ένα αριστοτεχνικό by pass παρέδωσε τη διαχείριση του έργου του σε γερμανική εταιρεία. Οι νεκροί κερδίζουν την αιώνια ζωή (και) μέσα από την ευφυΐα τους.







