Δεν ήταν καθόλου σώφρον ελάχιστες μέρες πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου του, ο πρώην πρωθυπουργός να υπογραμμίσει με τον πιο εύγλωττο τρόπο ότι η σχέση του με τις λέξεις και με τις έννοιες είναι τόση ώστε να τις χρησιμοποιεί με τον τρόπο που τον βολεύει, και μάλιστα με τον πιο ανερυθρίαστο τρόπο. Σιγά βέβαια και να μην έσταξε η ουρά του γαϊδάρου, θα πει κανείς όταν φαίνεται να υπολογίζει, συνειδητά ή ασύνειδα, σε έναν κόσμο που χρησιμοποιεί τις λέξεις και τις έννοιες, ενώ διεκπεραιώνει την καθημερινότητά του, χωρίς να προλαβαίνει να τις σκεφτεί.
Με όποιον βέβαια θα του επιφυλαχτεί σε αυτή τη λεκτική, εννοιολογική και επομένως και πνευματική διαχείριση να τον λογαριάζει ή να τον καταγγέλλει απλά ως ιδεολογικό του αντίπαλο. Είπε λοιπόν ο πρώην πρωθυπουργός στην ομιλία του, ανάμεσα σε άλλα, ενώ ξεπροβόδιζε στην τελευταία του κατοικία τον μέντορά του Αλέκο Φλαμπουράρη: «Σου υπόσχομαι ότι, όπως εσύ, δεν θα παραδώσουμε ούτε την ψυχή ούτε τα όνειρά μας στη γοητεία της όποιας εξουσίας».
Θα παρατηρήσει κανείς μέσα στην ιστορία και μάλιστα, δυστυχώς, στον προοδευτικό χώρο πως όσο περισσότερο αισθάνεται να έχει ενσωματωθεί κανείς σε ένα σύστημα εξουσίας, επιστημονικής, καλλιτεχνικής, κυρίως, ή μάλλον κυριότατα, πολιτικής, τόσο περισσότερο να την ξορκίζει και επιπλέον να την παραδίδει στην πυρά σαν να μην επρόκειτο ποτέ να αφορά τον ίδιο.
Να χρησιμοποιεί κάθε είδους «ασυλία» που μπορεί να προσφέρει η εξουσία, να έχει χρησιμοποιήσει ή να χρησιμοποιεί όλα τα γραφειοκρατικά συμπαρομαρτούντα που προϋποθέτει η άσκηση μιας εξουσίας, αλλά και υποδεέστερες, της πρωθυπουργικής, μορφές της, σάμπως και η εξουσία να αντιστοιχεί σε ένα λουτρό της Κανάθου όπου όσοι και όσες έχουν αμαρτήσει να επαναποκτούν τη χαμένη τους παρθενία.
Βέβαια όταν σχεδόν το σύνολο των πολιτικών μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη σεβασμού σε σχέση με τις λέξεις και τις έννοιες, αν όχι κατ’ εξακολούθηση, σε πολλές ωστόσο περιπτώσεις, γιατί μια τόσο δριμεία επίθεση στον πρώην πρωθυπουργό και μάλιστα σε μια εποχή, μην κρυβόμαστε και μεις οι ίδιοι από τον εαυτό μας, που έχει γίνει ένας πολύ εύκολος στόχος λόγω της κυκλοφορίας του βιβλίου του και του προετοιμαζόμενου κόμματός του. Αν, και πάλι μεταξύ μας, όσο φουσκώνει το ζυμάρι των επιθέσεων τόσο το βιβλίο τουλάχιστον φαίνεται προορισμένο να απολαύσει μια κυκλοφορία που μπροστά της κάθε άλλη κυκλοφορία, ακόμα και ενός best seller μυθιστορήματος, φαίνεται να ωχριά.
Η όποια «επίθεσή» μας αφορμάται κυρίως από μια παραποίηση – μακάρι να αποτελούσε εξαίρεση ο πρώην πρωθυπουργός– σε έναν κανόνα καθολικής έκτασης. Ο άνθρωπος που πεθαίνει, αν μας κάνει μια μέγιστη δωρεά, είναι πως απεικονίζει –ο νεκρός του– ότι είμαστε όλοι μας πλασμένοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του «σταθερού αγνώστου», όπως θα έλεγε ο Αλέξης Μινωτής. Βαγγέλης ή Αναξίμανδρος, Αλέκος ή Αριστοτέλης, το όνομά του, όποιο επάγγελμα και αν ασκούσε και κυρίως όποια ιδιότητα, ή ιδιότητες τον χαρακτήριζαν, ήταν για να τον αναγνωρίζουμε και να μας αναγνωρίζει, για να μπορεί η αστυνομία να τον τροφοδοτεί με μια ταυτότητα και να έχει την ευχέρεια το κράτος να τον επαινεί όταν ανδραγαθεί ή να τον συλλαμβάνει όταν παρανομεί.
Καμιά ιδιότητά του δεν τον αφορά πλέον –τον νεκρό– αφού είχε ασκηθεί όπως την είχε προκαλέσει μια κοινωνική συνθήκη συγκροτημένη άλλοτε με τον άλφα και άλλοτε με τον βήτα, ή με τον ωμέγα τρόπο. Όπως ακριβώς δεν τον αφορά το κατ’ εξοχήν «δάνειο» που του είχε γίνει, όσο ζούσε, το επίγειο όνομά του. Δεν είναι δυνατόν ο νεκρός να «διδάσκει» και μάλιστα με τον πιο χειροπιαστό τρόπο, έτσι όπως τον έχουμε μπροστά μας, αυτή την αναμφισβήτητα τρομακτική και εφιαλτική αλήθεια, και μεις να επιμένουμε να τον καταχωρούμε στους λογαριασμούς μας όπως θα του απευθυνόμασταν ενώ θα ήταν ζωντανός. Πρόκειται για την έκφραση ενός δήθεν σεβασμού που συνιστά το άκρον άωτον της ασέβειας. Αφού αν γινόταν να μας αντιληφθεί, δεν θα μας κατήγγελνε απλά ως καταγέλαστους, αλλά και πως τον χρησιμοποιούμε αγνοώντας το καινούργιο ένδυμα που έχει ενδυθεί έως συντελείας των αιώνων.







