Πρόσφατα μια ομάδα ελλήνων ερευνητών της London School of Economics (LSE), αποτελούμενη από τους κ.κ. Μιχάλη Νικηφόρο, Βλάσση Μίσσο, Χρήστο Πιέρο και Νικόλαο Ροδουσάκη, παρουσίασε μια μελέτη για τη μεταμόρφωση της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 15 χρόνια, υπό τον αρκούντως προκλητικό τίτλο «Οικονομία του καφέ». Η μελέτη εξετάζει τη δομική μεταμόρφωση της ελληνικής οικονομίας με έμφαση κυρίως στην άνοδο του τομέα του τουρισμού, των καταλυμάτων και της εστίασης.

Μιλάει χαρακτηριστικά για την άνοδο των AFSA, όπως τα ονοματίζει: Αccommodation and Food Service Activities. Δηλαδή καφετέριες, εστιατόρια, μπαρ, ξενοδοχεία, καταλύματα και άλλα σχετιζόμενα με τον τομέα των συγκεκριμένων υπηρεσιών.

Οι ερευνητές επισημαίνουν πως παρά τις υποσχέσεις των μνημονιακών προγραμμάτων για αύξηση της παραγωγικότητας μέσω των μεταρρυθμίσεων η Ελλάδα κατέγραψε δραματική πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας και σημαντική μετατόπισή της προς κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας.

Η φράση «café economy» χρησιμοποιείται ακριβώς για να περιγραφεί η επικράτηση των παραπάνω δραστηριοτήτων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από χαμηλή τεχνολογία, περιορισμένες κλίμακες και έντονα εξαρτώμενες από τον τουρισμό και την κατανάλωση που αυτός μεταφέρει. Οι ερευνητές εξηγούν ότι η πτώση της παραγωγικότητας είναι πέραν των άλλων και ευθέως συνδεδεμένη με τη μείωση της συνολικής ζήτησης και των πραγματικών μισθών.

Σημειώνουν ότι η κρίση που εκδηλώθηκε το φθινόπωρο του 2009 και φανερώθηκε με αναθεώρηση των δημόσιων ελλειμμάτων από το προϋπολογιζόμενο 3,7% σχεδόν στο 15% του ΑΕΠ και αντίστοιχου μεγέθους κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση των αγορών και έφερε τα τρία Μνημόνια (2010, 2012 και 2015), τα οποία περιελάμβαναν αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή με μείωση δαπανών και αύξηση εσόδων, αλλαγές στο φορολογικό σύστημα και βαθιές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και άλλα. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι οι προβλέψεις ήταν αισιόδοξες, υπολόγιζαν μικρό βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα και γρήγορη ανάκαμψη μεσοπρόθεσμα ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, όπως παρατηρούν στη μελέτη τους, η μείωση του ΑΕΠ ήταν πολύ μεγαλύτερη του αναμενομένου, η παραγωγικότητα κατέρρευσε και η ανάκαμψη ήταν αργή.

Παρά την επιχειρηθείσα μετατόπιση προς ένα επενδυτικό και εξαγωγικό μοντέλο ανάπτυξης, η Ελλάδα κατέληξε να ακολουθεί ένα μοντέλο διχοτόμησης, όπου η ανάπτυξη στηρίζεται κυρίως σε κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας.

Η βιβλιογραφία, λένε οι ερευνητές, υποστηρίζει ότι μεταρρυθμίσεις όπως η απελευθέρωση αγορών, η μείωση των ρυθμιστικών εμποδίων, η ενίσχυση του ανταγωνισμού και η αύξηση των επενδύσεων καινοτομίας οδηγούν σε υψηλότερη παραγωγικότητα και μακροχρόνια ανάπτυξη.

Παρά ταύτα, η συγκεκριμένη θεωρητική προσέγγιση δεν επιβεβαιώθηκε στην ελληνική περίπτωση γιατί, όπως σημειώνουν οι ερευνητές της LSE, η Ελλάδα απέχει πολύ από τα διεθνή τεχνολογικά κέντρα, βρίσκεται επίσης σε απόσταση από ισχυρές παραγωγικές οικονομίες, επλήγη από βαθιά ύφεση και έτσι οι μεταρρυθμίσεις μάλλον λειτούργησαν αντιπαραγωγικά και οδήγησαν σε μείωση μισθών και μείωση της ζήτησης.

Επιπλέον, όπως παρατηρούν, τα μνημονιακά προγράμματα ήταν γεμάτα αντιφάσεις, οι οποίες εξουδετέρωναν τα όποια προσδοκώμενα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων. Κατ’ αυτούς, η αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ υπονόμευσε π.χ. την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, επίσης η απορρύθμιση της τραπεζικής αγοράς οδήγησε στη συγκέντρωση και στην καρτελοποίηση, παρά τη θεωρητική πρόβλεψη ότι ο ανταγωνισμός θα ενίσχυε την καινοτομία και την παραγωγικότητα. Κάπως έτσι, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη, η ελληνική οικονομία διολίσθησε προς τη ζώνη του τουρισμού, των καταλυμάτων, της εστίασης, των καφέ και των μπαρ, προς αυτό που οι ίδιοι αποδίδουν ως «οικονομία του καφέ».

Μεταξύ 2009 και 2023 ο συγκεκριμένος τομέας παρουσίασε αύξηση της πραγματικής προστιθέμενης αξίας κατά περίπου 11%, η απασχόληση σε αυτόν τον κύκλο κατά 87%, οι ώρες εργασίας κατά 70% και η συμμετοχή του στη συνολική απασχόληση κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες. Ομως η παραγωγικότητα μειώθηκε κατά 41% σε σχέση με το 2009 και οι βασικοί μισθοί στην ίδια ζώνη υποχώρησαν κατά 60% από το 2009 μέχρι το 2023.

Οι ερευνητές της LSE υπογραμμίζουν ότι αυτή η καταγραφείσα μετατόπιση πόρων, εργαζομένων και ωρών απασχόλησης προς έναν τομέα που έχει τόσο χαμηλή παραγωγικότητα αποτελεί πρόβλημα για τη μεσομακροπρόθεσμη οικονομική υγεία της χώρας. Και ταυτόχρονα η εξάρτηση από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες εστίασης οδηγεί σε μακροοικονομική ευπάθεια.

Για τη διόρθωση αυτής της ιδιαιτέρως προβληματικής ελληνικής οικονομικής συνθήκης οι ερευνητές της LSE προκρίνουν πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης, κίνητρα για τεχνολογική αλλαγή, ενίσχυση επενδύσεων σε τομείς υψηλότερης παραγωγικότητας, μείωση των συγκεντρώσεων με ενίσχυση του ανταγωνισμού, διασφάλιση ότι οι μεταρρυθμίσεις συνοδεύονται από θεσμικές ενισχύσεις και εξελίσσονται σε κατάλληλο χρόνο.

Οι διαπιστώσεις της μελέτης σόκαραν πολλούς και ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών κ. Κ. Πιερρακάκης ταξίδεψε στο Λονδίνο προκειμένου να συζητήσει με τους ερευνητές σε ανοιχτή εκδήλωση τα συμπεράσματά της. Αποδέχθηκε το πρόβλημα της παραγωγικότητας, σημειώνοντας ωστόσο ότι το 2008 ως έτος σύγκρισης είναι προβληματικό γιατί πρόκειται για το έτος της φούσκας. Συγκρίσεις με εκείνη τη χρονιά παραμορφώνουν την εικόνα, σημείωσε. Υπερασπίστηκε έτσι τη σημερινή κατάσταση λέγοντας ότι η Ελλάδα τώρα έχει πολύ ισχυρότερα θεμέλια με δημοσιονομική ισορροπία, με ψηφιακά αναβαθμισμένη δημόσια διοίκηση και με ιστορικά υψηλές άμεσες ξένες επενδύσεις, με πράσινη ενέργεια, υποδομές δεδομένων, logistics και νέες τεχνολογίες.

Παρά ταύτα, η «οικονομία του καφέ» απλώνεται συνεχώς εκεί έξω και, αν μη τι άλλο, μας δείχνει τη γλώσσα και τα χάλια μας…

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Vidcast: Στα Σχοινιά