Πάμπολλες φορές μέσα στην καθημερινότητά του ο καθένας μας θα έχει παρατηρήσει να διατυπώνεται ως μια αποστομωτική μάλιστα απάντηση, σε συζητήσεις για τρέχοντα θέματα της πολιτικής κυρίως επικαιρότητας, όταν ένας συνομιλητής αδυνατεί να τεκμηριώσει με επιχειρήματα τα λεγόμενά του, να αποφαίνεται αξιωματικά, απαξιωτικά για τους άλλους και συνήθως με ένα βλοσυρό, μα πολύ βλοσυρό, ύφος λέγοντας: «Αυτή είναι η προσωπική μου γνώμη». Σάμπως και ο χαρακτηρισμός μιας γνώμης ως «προσωπικής» να τη μεταβάλλει σε αδιάβλητη και επιπλέον σαν να είναι αυτός που την εκστομίζει, ο μόνος που δικαιούται να έχει «προσωπική γνώμη» και ότι οι άλλοι που συμβαίνει να τον ακούν, να μπορεί να λογαριαστούν ως φερέφωνα ή ως ενεργούμενα γνωμών που δεν είναι δικές τους.
Το «θέμα» έχει πάρει τόση έκταση στην εποχή μας – που μετράει δεκαετίες – ώστε ακόμα και ένας στοιχειωδώς σκεπτόμενος και ευαίσθητος άνθρωπος που δεν θα τολμούσε ποτέ να αποφανθεί κατηγορηματικά και μάλιστα εκθέτοντας ως το πιο αδιάσειστο επιχείρημα την προσωπική του γνώμη, να αισθάνεται να πνίγεται σε έναν ωκεανό αντίστοιχων γνωμών. Μη έχοντας άλλη σωτηρία παρά τη σκέψη πως αν έχουν μετατραπεί αυτές σε ένα επιχείρημα για να υπογραμμιστεί και να εξαρθεί μια αλήθεια, είναι απλά και μόνον για να κλείνει αναίμακτα κάθε συζήτηση που θα οδηγούνταν σε ρήξη ή σε σύγκρουση ανάμεσα σε όσους την πραγματοποιούν.
Και ότι η διατύπωσή της έχει τόση σημασία όσο και αν δεν είχε ποτέ ειπωθεί, διαφορετικά αν μπορούσε να διατηρεί ένα βάρος, όχι μόνο σε σχέση με τη σύνολη κατάσταση του κόσμου, αλλά και για την ατμόσφαιρα των πέντε έξι ατόμων που συμβαίνει να συνομιλούν, με προτεραιότητα την προσωπική του γνώμη ο καθένας, θα είχαν, ή μάλλον θα είχαμε όλοι μας, πνιγεί στα απόνερα μιας εκ προοιμίου αδιέξοδης και χωρίς κανένα ουσιαστικό στόχο κουβέντας, παρά την επίδειξη μιας ανωτερότητας σε σχέση με τους άλλους. Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς πότε έσκασε μύτη στη ζωή των ανθρώπων αυτό το παραμυθάκι, που μάλλον ως αρρώστια θα έπρεπε να χαρακτηριστεί, της «προσωπικής γνώμης», αλλά σίγουρα θα ήταν μια σωστή κατεύθυνση να σκεφτείς πως δεν είναι άμοιρη, ή μάλλον είναι απολύτως υπεύθυνη για την κυριαρχία της η έκρηξη στην εξάπλωση των μέσων επικοινωνίας.
Δεν μπορεί να αισθάνεσαι το κέντρο του κόσμου, αφού έστω και ως πληροφορούμενος μοιάζει ο Τραμπ να συνομιλεί με τον Ζελένσκι για χάρη σου, η Βίβιαν Λι να «ανασταίνεται» στις τηλεοπτικές οθόνες προκειμένου να επικοινωνείς με τα καλλιτεχνικά δρώμενα περασμένων εποχών και το κρεμμυδάκι πλέον να κόβεται με έναν τρόπο ώστε να γίνεται ακόμη πιο νόστιμο το φαγητό σου, δεν είναι δυνατόν όλα αυτά να γίνονται για χάρη σου και να μη δικαιούσαι, ή μάλλον να μη σου επιβάλλεται, να έχεις προσωπική γνώμη για όλα αυτά αλλά και για χιλιάδες άλλα.
Χωρίς να σε πτοεί το γεγονός ώστε να σε κάνει διστακτικό, αν όχι αρνητικό στην εκφορά της, η σκέψη ή μάλλον ο ενδοιασμός τι είδους προσωπική γνώμη είναι αυτή που την ίδια ακριβώς στιγμή και με τις ίδιες ακριβώς λέξεις την εκστομίζουν μαζί με σένα εκατομμύρια άλλοι, που όμως αδυνατώντας να μεταφερθείς στα περιβάλλοντά τους και να τους ακούσεις να την ξεστομίζουν, τη διατυπώνεις αξιωματικά στον δικό σου χώρο. Αν δεν υπήρχε αυτή η ασυλία όσον αφορά την ευχέρεια να μπορεί να υπάρξει προσωπική γνώμη, δεν θα ακούγαμε έναν πολιτικό ανήμερα τη 17η Νοέμβρη να λέει ότι «πρόκειται για μια μέρα που τη χαρακτηρίζει μια έκρηξη δημοκρατίας».
Βέβαιος πως δεν θα υπάρξει ένας χριστιανός να τον ρωτήσει «μα καλά, με μια έκρηξη δημοκρατίας μόνο για μία μέρα τον χρόνο, πώς θα πορευτούμε τις υπόλοιπες 364 μέρες;». Οταν κάτι που είναι αδύνατον να υπάρξει, όπως η προσωπική γνώμη, το επικαλείσαι ως ήδη υλοποιημένο, μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί ως ένα ακόμα όπλο στη φαρέτρα των πολιτικών, προκειμένου να σε κρατά η τελευταία μισοκοιμισμένο και ικανοποιημένο σε σχέση με τον εαυτό σου.







