Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες δημοσκοπήσεις σε διεθνές επίπεδο δημοσίευσε η γερμανική εφημερίδα «Bild». Τι έδειξε; Οτι η πλειοψηφία των Γερμανών τάσσεται υπέρ της υποχρεωτικής στράτευσης των νέων ανδρών, όσων έχουν γεννηθεί στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Την έρευνα διεξήγαγε το Ινστιτούτο INSA. Tο 58% της κοινής γνώμης θεωρεί σωστή την επιβολή της υποχρεωτικής στράτευσης, με μόλις το 29% να διαφωνεί.
Για όποιον διαθέτει την ελάχιστη έστω γνωστική επάρκεια της εξέλιξης της γερμανικής κοινωνίας και πολιτικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ευρήματα αυτά λένε πολλά. Η Γερμανία της Βόννης υπήρξε το επίκεντρο της λογικής της αντίθεσης στους εξοπλισμούς, που έχουν ήδη αναγγελθεί σε τεράστια κλίμακα από το Βερολίνο, μα και της αντιμιλιταριστικής ιδεολογίας που αντιμετώπιζε τη στράτευση ως κάτι αδιανόητο, ξεπερασμένο, επικίνδυνο, ικανό να γεννήσει τέρατα. Αυτή ήταν η εμπειρία της χώρας και, μαζί, όλης της Ευρώπης.
Ωστόσο σήμερα δεν έχει μείνει πια τίποτα από τη Γερμανία της Βόννης: υπήρξε απλώς το σκαλοπάτι για τη νέα μεγάλη ηγεμονική Γερμανία του Βερολίνου. Το γεγονός όμως ότι αυτό έχει πλέον ξεφύγει από το επίπεδο της υψηλής πολιτικής και οικονομίας και έχει περάσει στη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών είναι πολύ πιο βαθύ.
Μόλις προχθές, ο γερμανός υπουργός Αμυνας, Πιστόριους, κατέδειξε με δηλώσεις του τη βαθιά υποκριτική αντίφαση της γερμανικής πολιτικής: δήλωσε μεν αντίθετος προς την επιβολή θητείας, απαντώντας στην κοινή γνώμη, μα την ίδια ώρα έλεγε ότι ένας πόλεμος με τη Ρωσία είναι πιθανός και πριν από το 2029! Αυτά τα δύο, όσο και αν προσπάθησε, δεν ταιριάζουν. Υπάρχει μεγάλο λογικό σφάλμα. Και συνδέεται με τους πραγματικούς λόγους της επίδρασης της μιλιταριστικής ιδεολογίας που κυριαρχεί πλέον στη Γερμανία. Αν και θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι μια τέτοια γενικευμένη τάση ερμηνεύεται από τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία και την ανησυχία για πιο εκτεταμένο πόλεμο της Ρωσίας στην Ευρώπη, πολύ δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι, εν προκειμένω, πρόκειται περί αυτού. Τέτοια απάντηση είναι εξαιρετικά αδύναμη, δεν επαρκεί να πείσει για αυτή τη ριζική στροφή στη γερμανική κοινωνία, η οποία δεν είναι απλή υπόθεση: δεν θέλουν να πάνε γι’ αυτό οι άνθρωποι στον στρατό. Ιδίως όταν την ίδια ώρα άλλοι λόγοι, πολύ πιο απτοί και άμεσοι, πολύ πιο «γερμανικοί», καθιστούν σαφές ότι πρόκειται πολύ περισσότερο για νέα μαζική συνείδηση που εγκαθίσταται με την ταχύτητα του φωτός ως κυρίαρχη στη χώρα.
Αυτή τη στιγμή η γερμανική Ακροδεξιά είναι πλέον σταθερά η πρώτη πολιτική δύναμη σε ομοσπονδιακό επίπεδο σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης στη Γερμανία. Η κυβέρνηση Μερτς όχι απλώς έχει μείνει πίσω της, αλλά ο ίδιος ο γερμανός καγκελάριος βρίσκεται προσωπικά σε τροχιά σταθερής δημοσκοπικής κατάρρευσης παρά το γεγονός ότι επιχείρησε να αντιγράψει πολιτικές της Ακροδεξιάς για να ανασχέσει αυτή την πορεία.
Οταν όμως μια πολιτική δύναμη προχωρά με τέτοιον σαρωτικό τρόπο στην κατάκτηση της κοινής γνώμης μιας χώρας, αυτό σημαίνει, αυτονόητα, ότι το ίδιο θα αποτυπωθεί και στις ιδεολογικές επιλογές της, όταν αυτές τεθούν υπό διερεύνηση. Δηλαδή, η πολιτική επέλαση της AfD, που έχει ξεκινήσει πολύ πριν από την υπόθεση «ρωσικός κίνδυνος», δεν είναι μόνο πολιτική – και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι φυσικά: είναι στην ουσία της ιδεολογική. Και τώρα έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις αυτό να εκφραστεί πλέον ανοικτά και σε αυτό το επίπεδο.
Από τη στιγμή που στρέφεται στην Ακροδεξιά, η γερμανική κοινή γνώμη στρέφεται εξίσου και στον μιλιταρισμό – ως έναν βαθμό για την άμυνα, όμως, κυρίως, για την ισχύ, στοιχείο θεμελιώδες της ακροδεξιάς γερμανικής ιδεολογικής ταυτότητας. Είναι ουσιαστικά ταυτολογία, αυτονόητο: η γερμανική στρατιωτική ισχύς επιστρέφει πλέον ως κυρίαρχη ιδεολογία. Με όλα όσα αυτό σημαίνει.







