Πόσα χρόνια έχουν περάσει από την εξέγερση του Πολυτεχνείου; Πενήντα δύο; Δηλαδή μισός αιώνας και κάτι ψιλά; Περισσότερα απ’ όσα είχαν περάσει από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι το Πολυτεχνείο; Δεν είναι δυνατόν. …Μετά όμως κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, θυμάμαι κι εκείνο το πρωτοεφηβάκι που ήμουν τότε και το συνειδητοποιώ. Τόσα πολλά χρόνια μέσα σε τόσο λίγο χρόνο.
Τι έχει μείνει σήμερα από εκείνες τις ημέρες; Μια ματωμένη σημαία – με πολλά ερωτηματικά, λένε, για το αν είναι η αυθεντική –, μια βαριεστημένη πορεία και το «Ακορντεόν» του Λοΐζου σε στίχους Νεγρεπόντη που θα τραγουδήσουν μεθαύριο τα παιδιά στη σχολική γιορτή. Και θα φουντώνουν τα μουτράκια τους όταν θα φωνάζουν «Δεν θα περά-, δεν θα περάσει ο φασισμός». Παιδιά που οι γονείς τους δεν είχαν γεννηθεί το 1973 και οι παππούδες του το πιθανότερο είναι ότι θα πήγαιναν στο Δημοτικό. Η επέτειος έχει πια ξεμακρύνει, κοντεύει να φτάσει στα όρια της προσωπικής μνήμης, σε δύο δεκαετίες, ούτε καν τρεις, οι αναφορές θα έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την ιστορική μνήμη.
Αλλά ακόμη και για όσους έχουν προσωπικές μνήμες από εκείνες τις ημέρες, όσο περνούν τα χρόνια, ο «φακός» σιγά σιγά χάνει τη γενική, τη μεγάλη εικόνα. Ζουμάρει στις λεπτομέρειες, στα στιγμιότυπα, στα πρόσωπα, περισσότερο στους ψιθύρους παρά στα συνθήματα. Εκανα ένα τεστ στον εαυτό μου: Τι είναι αυτό που έρχεται πρώτα απ’ όλα στο μυαλό μου με αφορμή την επέτειο. Ούτε ο «απαγορευμένος» σταθμός, ούτε η έκσταση που ζούσαμε εμείς τα πιτσιρίκια, ούτε μια αποτυχημένη απόπειρα που κάναμε με τις συμμαθήτριές μου να αγοράσουμε φάρμακα και να τα πάμε στο Πολυτεχνείο, ούτε τα μισόλογα που μας έλεγαν στο σχολείο για να μη μας πουν την αλήθεια. Είναι κάτι που, τότε, δεν το ήξερα, το έμαθα κάμποσα χρόνια αργότερα, αλλά αυτό μου έχει μείνει ύστερα από την κρησάρα των πενήντα δύο χρόνων.
Σκέφτομαι ένα παλικαράκι είκοσι δύο ετών, ένα φοιτητή της Οδοντιατρικής, ένα παιδί για τα σημερινά δεδομένα. Τον Κώστα Λαλιώτη. Που μαζί με τον Κυριάκο Σταμέλο, άρπαξαν δύο σημαίες – μια λευκή και μια ελληνική – και βγήκαν να διαπραγματευτούν με τον στρατό και τα τανκς. Αγνοια κινδύνου; Απόφαση αυτοθυσίας; Συνειδητό καθήκον; Ολα μαζί; Ουδεμία σημασία έχει. Ηταν αυτό το οποίο θεωρούσε αυτονόητο να κάνει ένα παιδί που γεννήθηκε στον απόηχο του Εμφυλίου, μεγάλωσε στη δεκαετία του 1950, έζησε στο πετσί του τι σημαίνει παρακράτος, άκουσε τα συνθήματα των διαδηλώσεων στα Ιουλιανά.
Εδώ είμαστε. Αναρωτιόμαστε γιατί δεν υπάρχουν σπουδαίοι πολιτικοί, ουσιαστικοί ηγέτες σήμερα. Διότι οι σημερινοί πολιτευόμενοι, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε ήσυχα, σχετικά, νερά. Μπορεί να έχουν όραμα, δεν λέω, αλλά είναι θεωρητικό, δεν προέρχεται από βίωμα. Δεν μπορούν να εμπνεύσουν διότι οι ίδιοι δεν έχουν εμπνευστεί από σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής τους. Εχουν κάνει την επαναστατική τους γυμναστική στις εκ του ασφαλούς καταλήψεις. Και, το κυριότερο, έχουν εντρυφήσει όχι στους αγώνες, όπως η γενιά του Λαλιώτη, αλλά στον δικαιωματισμό. Δεν φταίνε οι ίδιοι. Απλώς, οι μαλθακές εποχές «παράγουν» μαλθακούς μπροστάρηδες.







