Δεν ξέρω πόσοι διαβάζουν πλέον Σιμενόν. Το λέω γιατί οι «κριτικοί» και τα σόσιαλ μίντια μου φαίνεται πως τον σνομπάρουν συστηματικά στις μέρες μας, πιθανότατα υπό τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας ή της επελαύνουσας λογοτεχνικής μετριοκρατίας, των ίσων αποστάσεων και της στραμπουληγμένης γλώσσας. Εντούτοις οι εκδόσεις ΑΓΡΑ συνεχίζουν συστηματικά να εκδίδουν νέους τίτλους του βέλγου συγγραφέα σε μεταφράσεις της κλασικής «σιμενολόγου» Αργυρώς Μακάρωφ, καταφέρνοντας να ολοκληρώσουν σταδιακά ένα είδος βιβλιοθήκης του. Πρόκειται για έργο τιτάνιο δεδομένου του τεράστιου όγκου του έργου του. Βιβλία όπως Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν, Σεληνιασμός, Στριπτίζ, Το μπλε δωμάτιο, Βρώμικο χιόνι, 45ο υπό σκιάν, Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ, Η γάτα, Ο άνθρωπος από το Αρχαγγέλσκ, Ο θάνατος της Μπελ, Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι, αλλά και ορισμένα ακραιφνή αστυνομικά με ήρωα τον επιθεωρητή Μεγκρέ (όχι πάντως όλα) έχουν τοποθετηθεί στα επιτεύγματα της πεζογραφίας του εικοστού αιώνα. Πλείστοι όσοι συγγραφείς, από τον Αντρέ Ζιντ ως τον Τζον Μπάνβιλ, ακόμη και η ταπεινή αφεντιά μου, έχουν δηλώσει μελετητές του και επηρεασμένοι βαθιά από το έργο του.
Στο Παρίσι του ’56
Εδώ έχουμε ενώπιόν μας ένα από τα πιο ενδιαφέροντα «σκληρά» μυθιστορήματα του βέλγου συγγραφέα, δημοσιευμένο το 1956, δηλαδή στην ύστερη, μεταπολεμική περίοδό του, και μεταφερμένο μετά δύο χρόνια στο σινεμά με πρωταγωνιστές τον Ζαν Γκαμπέν και την Μπριζίτ Μπαρντό. Ο Λισιέν Γκομπιγιό είναι ένα 45άρης διακεκριμένος ποινικολόγος, ευφυής και κυνικός, με τεράστια φήμη γιατί καταφέρνει να αθωώσει σχεδόν πάντα τους ενόχους με τους οποίους καταπιάνεται. Είναι παντρεμένος με την κατά τρία χρόνια μεγαλύτερή του, γοητευτική και ζάπλουτη χήρα του τέως αφεντικού του, κατοικεί στο Ιλ Σεν Λουί φάτσα στην Νοτρ Νταμ και κινείται στους υψηλότερους πολιτικούς και κοινωνικούς κύκλους του Παρισιού.
Μια μέρα, μια νεαρή εκδιδόμενη, η Υβέτ, του ζητάει να την υπερασπιστεί γιατί επιχείρησε με μια συνάδελφό της μια βίαια ληστεία. Ταυτόχρονα, αντί άλλης προκαταβολής του δίνεται κι εκείνος αρχικά αντιστέκεται παρά το ότι του ασκεί μεγάλη και ανεξήγητη έλξη. Αναλαμβάνει, ενάντια σε όλες τις ενδείξεις, την υπόθεσή της εν μέσω άλλων μεγάλων υποθέσεων όπου εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα, μεγάλες εταιρείες, ακόμη και υποθέσεις εμπορίου όπλων σε λατινοαμερικανικές δικτατορίες της εποχής. Καταφέρνει δε κόντρα σε όλες τις προβλέψεις να την αθωώσει χρησιμοποιώντας μάλιστα αθέμιτες μεθόδους κατασπίλωσης των θυμάτων της ληστείας.
Μόλις η Υβέτ παραδίδεται άσπιλη στην κοινωνία, ο Λισιέν δεν μπορεί παρά να ενδώσει στις προκλήσεις της. Την παίρνει υπό την προστασία του. Η γυναίκα του τα καταλαβαίνει όλα αλλά τα ανέχεται προς χάριν της οικογενειακής ηρεμίας, όπως άλλωστε και τις πολλές προηγούμενες σχέσεις του με εκδιδόμενες ή όχι κοπέλες. Ο Λισιέν αποδρά συνεχώς από τον οικογενειακό βίο και μάλιστα αγοράζει για την Υβέτ ένα πανάκριβο γειτονικό διαμέρισμα, όπου και περνά τον περισσότερο χρόνο του. Μάλιστα η Υβέτ, βιτσιόζα και εξαρτημένη από το σεξ από τα παιδικά της ήδη χρόνια στη Λυών, αφενός συνεχίζει να ξεπορτίζει με περιστασιακούς πελάτες εραστές, αφετέρου τον ωθεί στην αγκάλη της υπηρέτριας που της έχει προσλάβει, με συνέπεια το ζεύγος να έχει μετατραπεί σε ένα βιτσιόζικο τρίο.
Ωστόσο κάποια στιγμή η Υβέτ θα ερωτευθεί έναν νεαρό άφραγκο φοιτητή Ιατρικής και εργάτη στη Σιτροέν, και πάνω εκεί θα δομηθεί όλο το δράμα του βιβλίου. Ο άπειρος νεαρός, παθιασμένος μαζί της τη διεκδικεί με όλα τα μέσα, την παρακολουθεί, και έρχεται σε άμεση αντιπαράθεση με τον Λισιέν την ώρα που εκείνος ωθεί την Υβέτ σε μια περισσότερο οικογενειακή ζωή και προγραμματίζει μαζί της… χριστουγεννιάτικες διακοπές στις Αλπεις. Η σύγκρουση θα κορυφωθεί, μέχρις ότου… αλλά σταματώ εδώ για να μη σας το χαλάσω.
Το μυθιστόρημα είναι πρωτοπρόσωπο (κάτι σπάνιο στον Σιμενόν) και γραμμένο σε μορφή ημερολογίου, σαν ένα είδος διαθήκης ή απόρρητης αναφοράς του ή ακόμη σαν φάκελος νομικής υπόθεσης. Τα προσωπικά δράματα, η ζήλια, η ανασφάλεια, οι εμμονές και η ερωτική εξάρτηση συνδέονται ψυχαναλυτικά με γεγονότα του παρελθόντος υφασμένα επιδέξια με τον τρέχοντα κορμό της αφήγησης.
Οι βαθιές γνώσεις του Σιμενόν για τον κόσμο της νύχτας αλλά και για τις σφαίρες της πολιτικής, της δημοσιογραφίας και των επιχειρήσεων βγαίνουν άκοπα στο χαρτί παράγοντας μια πλήρη εικόνα της ανθρωπολογίας του Παρισιού στις πρώτες εκείνες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ως αποτέλεσμα, διαβάζοντάς το δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι παρακολουθούμε τα γεγονότα ενώ συμβαίνουν ενώπιόν μας διερωτώμενοι σχετικά για τα κίνητρα των ανθρώπινων πεπραγμένων.
Παράπλευρες σκέψεις
Ενότητα ύφους και συγγραφικών στόχων
Ξαναδιαβάζοντας έπειτα από καιρό Σιμενόν, σκεφτόμουν πως τελικά αποτελεί μοναδική περίπτωση στα παγκόσμια γράμματα, κι ας μην είναι πια στη μόδα. Θυμίζω ότι γεννήθηκε στη Λιέγη του γαλλόφωνου Βελγίου, ότι εγκατέλειψε από νωρίς το σχολείο εν μέσω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και άρχισε να δημοσιογραφεί από τα δεκάξι του, διεισδύοντας στον σκληρό πλην συναρπαστικό υπόκοσμο της γενέτειρας πόλης του και αργότερα του Παρισιού. [Στο περίφημο και ογκώδες Πεντιγκρή, επίσης από την ΑΓΡΑ, περιγράφονται αναλυτικά τα νεανικά του χρόνια]. Ηδη στα είκοσί του συνέγραφε πυρετωδώς λαϊκά ρομάντζα ενώ στα είκοσι έξι του κατασκευάζει τον επιθεωρητή Μεγκρέ χάρη στον οποίο κατακτά τη διασημότητα και άφθονο χρήμα. Ταξιδεύοντας στα κανάλια της Βόρειας Ευρώπης μέσα σε μια μαούνα που είχε μετασκευάσει για τις ανάγκες του, και αργότερα με ιστιοφόρο συνεχίζει να γράφει πυρετωδώς. Ταξιδεύει στη Μαύρη Αφρική στέλνοντας ανταποκρίσεις και γράφοντας «σκληρά» μυθιστορήματα, ενώ στη διάρκεια του Πολέμου εγκαθίσταται στη Δυτική Γαλλία από όπου εκδράμει σε μικρές πόλεις και χωριά για τις ανάγκες των μυθιστορημάτων του. Ο Σιμενόν ανακηρύσσεται από νωρίς σε εκδοτικό φαινόμενο, κυρίως για την ευκολία με την οποία σκιαγραφεί μοναχικούς ήρωες αντλημένους από τα λαϊκά στρώματα, από την επαρχιακή Γαλλία και από ποικίλους επαγγελματικούς χώρους, αλλά και για τα ηθικά και υπαρξιακά διλήμματα που εγείρει. Μετά τον Πόλεμο, κατηγορούμενος ότι δεν εντάχθηκε στη γαλλική Αντίσταση, θα καταφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου και θα γράψει μερικά από τα καλύτερα βιβλία του. Επιστρέφει στη γενέτειρα πόλη, και αργότερα εγκαθίσταται στην Ελβετία όπου και θα αφήσει την τελευταία του πνοή στη Λωζάννη, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο με περισσότερα από διακόσια βιβλία και δεκάδες ταινίες βασισμένες σ’ αυτά.
Η ενότητα ύφους και συγγραφικών στόχων στην 60ετή συγγραφική καριέρα του Σιμενόν είναι εκπληκτική. Είτε γράφει για ευρεία κατανάλωση είτε φιλοτεχνεί τα περίφημα «σκληρά μυθιστορήματά» του έχει κανείς την αίσθηση ότι παρίσταται στην απεικόνιση της απέραντης ανθρώπινης πανίδας και των μεγάλων διλημμάτων της. Διεισδύει με μοναδική ευκολία στον ψυχισμό των ηρώων του, καταγράφει με άνεση τις συνήθειές τους, χρησιμοποιεί συνήθως το τρίτο αφηγηματικό πρόσωπο όχι για λόγους αντικειμενικής παντογνωσίας αλλά για να ταυτίσει τον αφηγητή με το υποκείμενο της δράσης, ενώ παίζει διαρκώς με τον χρόνο, φωτίζοντας πτυχές της ανθρώπινης κατάστασης που παρέμεναν ως τότε στο ημίφως. Είτε γράφει προπολεμικά είτε στα τελευταία του κατά τη δεκαετία του ‘80, έχεις την αίσθηση ότι γίνεσαι μάρτυρας της μεγάλης ανθρώπινης τραγωδίας – της αναζήτησης της ευτυχίας εν μέσω του αγριεμένου πλήθους.
Εν συμπεράσματι, και στο παρόν βιβλίο γίνεται εμφανές πως ο Σιμενόν δεν φείδεται δυσκολιών προκειμένου να αναδείξει τις πιο απόκρυφες πτυχές της προσωπικότητας των ηρώων του, ενώ αναμετριέται με ακραίες ψυχολογικές καταστάσεις. Κανείς, μετά βεβαιότητας, δεν θεωρεί σήμερα τον Σιμενόν ως έναν απλό συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας, αντίθετα με τα χρόνια πολλοί – όπως ο Τζον Μπάνβιλ που προανέφερα – απορούν πώς δεν θεωρήθηκε στα χρόνια της ακμής του τουλάχιστον ισότιμος ενός Καμί ή ενός Σαρτρ.
Georges Simenon
Σε περίπτωση ατυχήματος
Μτφ. Αργυρώ Μακάρωφ
Εκδ. Αγρα 2025, σελ. 255
Τιμή 13 ευρώ







