Αν κάποιος πρέπει να μετρήσει τους πολιτικούς του προοδευτικού χώρου στην Ελλάδα που πανηγύρισαν τις τελευταίες μέρες με τη νίκη του Ζοράν Μαμντάνι στον Δήμο της Νέας Υόρκης, θα ήταν γρηγορότερο και ευκολότερο να ψάξει αυτούς που δεν τοποθετήθηκαν υπέρ του. Κι όμως, όσα σημαντικά κι αν σημαίνει η νίκη του για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όσο κι αν αναμένεται να επηρεάσει τις παγκόσμιες κεντροαριστερές τάσεις που αναζητούν μανιωδώς μια απάντηση στην αυξανόμενη άνοδο της Ακροδεξιάς, στη μικρή χώρα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου υπάρχουν πολλά βήματα που πρέπει να γίνουν ακόμα. Κανείς δεν γίνεται μικρός ή μεγάλος Μαμντάνι σε μια μέρα, κοπιάροντας ένα μοντέλο που δούλεψε. Και όχι μόνο γιατί η Ελλάδα δεν θυμίζει και τόσο πολύ τη Νέα Υόρκη – εδώ σχεδόν δεν της μοιάζει η υπόλοιπη Αμερική.
Μια ματιά μόνο στο πρόγραμμα του Μαμντάνι, που μόλις στα 34 του χρόνια κέρδισε τον δεινόσαυρο των Δημοκρατικών, Αντριου Κουόμο, και μπήκε στο μάτι του Λευκού Οίκου, αρκεί για να καταλάβεις πως δεν είναι και τόσο ριζοσπαστικό: στην Ευρώπη, θα ήταν ένας κανονικός σοσιαλδημοκράτης, από αυτούς που κυβέρνησαν, κυβερνούν και φιλοδοξούν να κυβερνήσουν. Αυτό όμως που επίσης καταλαβαίνεις είναι πως, από την αρχή της καμπάνιας του ως το τέλος, ήξερε όχι μόνο σε ποιους απευθυνόταν, αλλά και τον τρόπο να το κάνει. Ηθελε τους ετερόκλητους πολλούς, τους απολιτίκ, τους απογοητευμένους νέους – ήθελε να τον δουν ως «έναν από το πλήθος». Δεν μιλούσε ξύλινα, δεν έπαιξε το παιχνίδι της σοβαροφάνειας και δεν απήγγειλε κατεβατά προτάσεων. Πήρε ένα μικρόφωνο και είπε πέντε λύσεις για πέντε πραγματικά προβλήματα, έκανε πλάκα με τους ταξιτζήδες και δημοσιοποίησε φωτογραφίες του γάμου του που τραβήχτηκαν στο μετρό. Εξήγησε στους ασιάτες μετανάστες το πολύπλοκο σύστημα ψηφοφορίας με πέντε ποτήρια ινδικό λάσι. Ποιος μπορεί να εξηγήσει το μπόνους των εδρών στην Ελλάδα με μερικά ποτήρια τσίπουρο ή κεφτεδάκια, χωρίς να μπει στη σφαίρα του καλτ; Ποιος θα ρίσκαρε να τον βρίσουν στ’ αλήθεια στον δρόμο, χωρίς να «στήσει» σκηνικά που είδαμε στο (όχι και τόσο μακρινό) παρελθόν;
Ας πούμε πως ο τρόπος και το ύφος προσαρμόζονται στα ελληνικά δεδομένα. Ο Μαμντάνι είχε στα χέρια του δημοσκοπήσεις που στις προκριματικές των Δημοκρατικών του έδιναν 1%. Δεν απελπίστηκε, δεν αγχώθηκε, δεν «μουντρούχεψε». Δεν έκανε σπασμωδικές κινήσεις, απλώς συνέχισε να δουλεύει, ακόμα και όταν το γραφειοκρατικό κατεστημένο του κόμματός του τού γυρνούσε την πλάτη. Εξέπεμπε αυτοπεποίθηση και ηρεμία, αλλά κυρίως αισιοδοξία. Και αυτή η τόσο μεταδοτική ενέργεια, εμφανής σε κάθε του δημόσια παρουσία, είτε δίπλα στον Μπέρνι Σάντερς είτε σε ένα κλαμπ στη Νέα Υόρκη, γέννησε ελπίδα – όχι, δεν είναι όλα μαύρα για αυτή την Αμερική που γνωρίζουμε και αγαπάμε και, ναι, υπάρχει τρόπος να ζήσουμε καλύτερα χωρίς δημοκρατικές εκπτώσεις. Τον βοήθησαν αντικειμενικά στοιχεία που δεν ορίζει απολύτως εκείνος: το φιζίκ και το αυθεντικό χαμόγελο, η τριβή με την καθημερινότητα των Νεοϋορκέζων, η ηλικία του. Κυρίως, το γεγονός πως δεν κουβαλούσε κανένα βαρίδι στις πλάτες του, που του επέτρεψε να εξισορροπήσει το ηττημένο brand των Δημοκρατικών (που παραμένει όχι απλώς οικείο, αλλά δομικό κομμάτι της αμερικανικής πολιτικής) με μια φρέσκια οπτική.
Ισως τώρα η αποστολή του είναι μεγαλύτερη – να μην απογοητεύσει όσους έκανε να ελπίζουν. Να αποδείξει πως μπορεί να κυβερνήσει, κρατώντας στοιχειωδώς τον λόγο του και αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων του στην πολιτική που δεν είναι προϊόν συνδιαλλαγής. Στο εγχειρίδιο που ετοιμάζεται πάνω στο παράδειγμά του, αυτό ίσως είναι το πιο σημαντικό κεφάλαιο.







