Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να καταχωρείται με έναν τόσο καταλυτικό τρόπο στη ζωή μας η έννοια της δικαιοσύνης και, αν και πρόκειται για κάτι που αποδεδειγμένα συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας, εμείς οι ίδιοι όχι μόνον να μην το συνειδητοποιούμε, αλλά συχνά ή μάλλον πάντα να μην το υποψιαζόμαστε καν. Θα πίστευε κανείς πως αν και αυτή η σχεδόν ουρανόσταλτη δικαιοσύνη έχει, αφού είναι ουρανόσταλτη, προκύψει ερήμην μας, η παρουσία της θα μεσολαβούσε με έναν ακόμη δραστικότερο τρόπο στη διευθέτηση των όποιων κοινωνικών, ηθικών και πολιτικών εκκρεμοτήτων μας την καθιστούν αναπόφευκτη προκειμένου να πάψουν να μας ταλανίζουν όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα.
Και δεν εννοούμε, μιλώντας για αυτή την απρόβλεπτη παρουσία της έννοιας της δικαιοσύνης, για συγγραφείς, ποιητές ή καλλιτέχνες, που ενώ δημιουργούσαν το έργο τους, δεν έκαναν τίποτα απολύτως για να το κάνουν γνωστό, αλλά το ίδιο το έργο τους δεν ήρθε απλά στην επιφάνεια μετά τον θάνατό τους, μα έλαμψε κυριολεκτικά με έναν τρόπο συγκλονιστικό. Ή για αντίστοιχους δημιουργούς που όσο θόρυβο τεχνηέντως ή άκομψα προκαλούσαν σε σχέση με το έργο τους όσο ζούσαν, άλλη τόση σιωπή τους κάλυψε αφού είχαν φύγει.
Μιλάμε για ανθρώπους που χωρίς να έχουν εκδηλώσει την ελάχιστη συγγραφική ή καλλιτεχνική παρόρμηση, χωρίς επιπλέον να είναι επιστήμονες, ή να κάνουν ένα και στοιχειωδώς προβεβλημένο επάγγελμα, γνωστοί μόνο στο συγγενικό ή φιλικό ή και κάπως ευρύτερο κοινωνικό τους περιβάλλον, μια κουβέντα τους, μια συμπτωματικά προφερμένη αποφθεγματική διατύπωσή τους, όπως έτυχε με έναν τελείως ανεπιδίωχτο τρόπο να αναδιπλωθεί και να κυκλοφορήσει χάρη σε άγνωστά τους χείλη, επιζεί μέσα στα χρόνια τόσο δυνατά ώστε σε κάνει να αναρωτιέσαι πολλές φορές μήπως θα ήταν προτιμότερο αντί να γράφει ο οποιοσδήποτε, να μιλάει μόνο.
Πάνω στο θέμα αυτό, μιας δικαιοσύνης που ενεργεί από μόνη της και μάλιστα όταν οι άνθρωποι κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να την καταστήσουν άφωνη, έχει γράψει ένα έξοχο κείμενο ο αλησμόνητος φίλος και ποιητής Γιώργος Α. Παναγιώτου («Κεκραγάριον», «Αγκαλά και φιλελεύθεροι», «Σώμα θάλασσα», μεταφράσεις της Σύλβια Πλαθ).
Και όταν γράφουμε για φράσεις σύντομες ή μακριές που επανέρχονται μέσα μας και μάλιστα σε ώρες που τίποτε δεν προέβλεπε την ανάδυσή τους, δεν εννοούμε όπως ήδη έχουμε γράψει, φράσεις διάσημων δημιουργών ή οικείων και συγγενικών προσώπων, αλλά αγνώστων που και εμείς οι ίδιοι που επαναλαμβάνουμε τις φράσεις τους δεν έχουμε έρθει σε επαφή μαζί τους. Μας έχουν μεταφερθεί χάρη σε ανθρώπους που είτε τις άκουσαν οι ίδιοι είτε κάποιος τους τις μετέφερε.
Και είναι μια ευκαιρία να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας στον Γιάννη Τσαρούχη που υπήρξε ένας από τους πρώτους διδάξαντες αυτής της τόσο πολύτιμης μορφής δικαιοσύνης καθώς ακούγοντάς τον να μιλάει, δεν θα τεκμηρίωνε τα όσα θαυμαστά έλεγε με αναφορά στους αρχαίους τραγικούς, τον Τσέχοφ, τον Πικάσο ή τον Αντρέ Ζιντ, που τους γνώριζε πολύ καλά, αλλά σε κάτι που είχε πει στον πατέρα του ένας συστρατιώτης του στον πόλεμο, ή ένας λινοτύπης στην εφημερίδα «Ελευθερία» τη δεκαετία του ’50.
Χωρίς να συμπεραίνει κανείς πως μαζί με τη δικαιοσύνη έχουμε και μια μορφή «εκδίκησης» της ανωνυμίας σε σχέση με τον τόσο ποθούμενη και υπογραμμιζόμενη συχνά με έναν τόσο ασεβή και βάρβαρο τρόπο επωνυμία, δεν είναι κάτι θαυμαστό, όταν χρειάζεται να στηριχτεί μέσα σου η αξία της ανθρώπινης ζωής, αντί να ανατρέχεις αυθόρμητα στον Σαίξπηρ ή στον Σολωμό να θυμάσαι μια υπέργηρη, αγράμματη Μανιάτισσα, που σου είχε πει: «Μου φτάνει όταν ξυπνώ να βλέπω τον ήλιο, όταν πεινάω να τρώω και όταν νυστάζω να κοιμάμαι». Υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα πόσα λίγα πράγματα χρειαζόμαστε όλοι μας προκειμένου να υπάρξουμε.







