Είπε ο Βενιζέλος: «Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη». Απάντησε, θυμωμένος, ο Μητσοτάκης ότι ο Βενιζέλος είναι «κατά τεκμήριο σοβαρός άνθρωπος» αλλά όχι, η χώρα δεν έχει πρόβλημα, έχει σταθερή κυβέρνηση, με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και «αποτελεί εξαίρεση στην Ευρώπη». Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος προσέθεσε πως «είναι δικαίωμα του καθενός να συζητά ό,τι επιθυμεί, αλλά καλό είναι να πατάμε πάνω στη γη». Πώς μπορεί να είναι «μη διακυβερνήσιμη» η Ελλάδα, αφού «είμαστε η πρώτη χώρα παγκοσμίως όπου κυβέρνηση δεύτερης τετραετίας προηγείται σταθερά δημοσκοπικά από το δεύτερο κόμμα»;
Σε άλλες εποχές, πριν η πολιτική ορθότητα εκτοπίσει τέτοιους όρους, αυτό θα το λέγαμε «διάλογο κωφών». Οπου άλλο λέει ο ένας, άλλο ακούει και σε άλλο απαντά ο άλλος. Γιατί ο Βενιζέλος δεν είπε ότι η κυβέρνηση δεν έχει άνετη πλειοψηφία ή ότι δεν μπορεί να περνά από τη Βουλή ό,τι θέλει, ακόμη και αχρείαστες ρυθμίσεις σαν αυτή για τον Άγνωστο Στρατιώτη. Δεν είπε ούτε πως δεν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση με κοινοβουλευτική πλειοψηφία μετά τις επόμενες εκλογές, στη δεύτερη, έστω, ή στην τρίτη επανάληψή τους. Είπε ότι υπάρχει ένα «θεσμικό αδιέξοδο», επειδή «η κοινωνία δεν πιστεύει ότι λειτουργούν οι θεσμοί, εκφράζει μια δυσαρέσκεια για το επίπεδο της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, για τη λειτουργία του κοινοβουλίου, για τη λειτουργία των ανεξάρτητων Αρχών… αμφισβητείται η κυβέρνηση, αμφισβητείται η αντιπολίτευση, αμφισβητείται το κοινοβούλιο».
Η διαπίστωσή του μπορεί να είναι σωστή ή λάθος. Η χώρα μπορεί να βρίσκεται πράγματι σε «θεσμικό αδιέξοδο», μπορεί να χαίρει άκρας (θεσμικής) υγείας ή μπορεί απλώς να περνά, όπως και άλλες φορές στο παρελθόν, μια ιάσιμη κρίση αντιπροσώπευσης. Μα το ότι η κυβέρνηση προηγείται στις δημοσκοπήσεις και η αντιπολίτευση είναι χάλια είναι μια απάντηση εκτός θέματος.
Εντός θέματος, λοιπόν, προτείνω να συγκρατήσουμε δύο δεδομένα.
Πρώτον, η συμμετοχή στις εκλογές που, προ κρίσης, ήταν της τάξης των 7 εκατομμυρίων πολιτών (7,5 εκατομμύρια στις εκλογές του 2004), κατέβηκε στην περιοχή των 6 εκατομμυρίων τον καιρό της κρίσης, περιορίστηκε στα 5 εκατομμύρια στις τελευταίες εκλογές τον Ιούνιο του ’23 και βυθίστηκε στα 4 εκατομμύρια στις ευρωεκλογές. Την κυβέρνηση της ΝΔ το 2004 είχαν ψηφίσει κοντά 3,5 εκατομμύρια πολίτες, τον ΣΥΡΙΖΑ στις νικηφόρες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 μόλις 1,9 εκατομμύρια και τη σημερινή κυβέρνηση, τον Ιούνιο του ’23, λίγο πάνω από 2 εκατομμύρια. Το ελληνικό Σύνταγμα δεν προβλέπει ελάχιστο όριο συμμετοχής. Συνεπώς, ακόμη κι αν στις επόμενες εκλογές συμμετέχει μόνο το 1 από τα περίπου 8 εκατομμύρια πολίτες άνω των 16 ετών, με δικαίωμα ψήφου, κανένα πρόβλημα. Αρκεί 380.000 να ψηφίσουν το πρώτο κόμμα για να έχει άνετη αυτοδυναμία. Αλλά δεν σημαίνει τίποτε, άραγε, και δεν έχει συνέπειες αυτό το άδειασμα της εκλογικής δεξαμενής;
Δεύτερον, σε μια πρόσφατη έρευνα (Kapa Research) το 97% του πληθυσμού πιστεύει ότι η διαφθορά είναι πολύ ή αρκετά διαδεδομένη στη χώρα, ένα 92% δεν εμπιστεύεται τα ΜΜΕ, ένα 86% δεν εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα κι ένα 71% δεν εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη. Αυτή η δυσπιστία απέναντι στους βασικούς θεσμούς της δημοκρατίας δεν είναι ελληνική νόσος. Συμβαίνει σε όλες τις χώρες του «δυτικού» μοντέλου δημοκρατίας. Αλλά αν η Ελλάδα είναι εξαίρεση σε αυτό το περιβάλλον, είναι δυστυχώς αρνητική εξαίρεση. Ακραία εκδοχή του προβλήματος. Σε πρόσφατη έρευνα μεγάλου διεθνούς οργανισμού (Pew) η Ελλάδα είναι μακράν η χώρα με τον χαμηλότερο βαθμό πολιτικής εμπιστοσύνης. Μόλις το 25% έχει θετική γνώμη για το κόμμα που κυβερνά, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των 24 χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα. Χειρότερα κι από τη Γαλλία, όπου η κλονιζόμενη κυβέρνηση σκοράρει 27%. Και το 61% των Ελλήνων δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται κανένα απολύτως κόμμα, κυβερνητικό ή αντιπολιτευόμενο. Στη χώρα με το δεύτερο χειρότερο αποτέλεσμα ύστερα από εμάς, τη δοκιμαζόμενη Γαλλία και πάλι, το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 41%.
Τίποτε από αυτά, βεβαίως, δεν εμποδίζει να έχουμε μια κυβέρνηση με άνετη πλειοψηφία σε μια υπάκουη, πειθαρχημένη Βουλή. Το τι μπορεί να κάνει στην πράξη η κυβέρνηση αυτή για να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, να αλλάξει το πάσχον κράτος, να επηρεάσει θετικά το μοντέλο ανάπτυξης, να αντιμετωπίσει κρίσεις και να διαχειριστεί καταστάσεις δυσκολότερες από τη διανομή δημοσιονομικού πλεονάσματος, είναι μια άλλη συζήτηση.







