Ισχυροί καταλύτες αλλά και μεγάλα επενδυτικά στοιχήματα, εν μέσω επίμονης αβεβαιότητας διεθνώς δημιουργούν μια ευαίσθητη ισορροπία για τις διεθνείς αγορές. Οι διεθνείς αγορές, και ιδιαιτέρως τα χρηματιστήρια  με επίκεντρο τις ΗΠΑ διανύουν – εξαιρώντας τη διόρθωση κατά την πανδημία του Covid-19  – έναν εκ των ισχυρότερων και πιθανότατα, τον πλέον παρατεταμένο χρονικά, ανοδικό τους κύκλο.

Παρά τους σημαντικούς κραδασμούς που ακολούθησαν την πανδημία (πληθωρισμός, Ουκρανία & άλλες περιφερειακές συρράξεις, ενεργειακή κρίση, δασμοί) οι χρηματιστηριακές αγορές αλλά και άλλες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, πολύτιμα μέταλλα, κρυπτονομίσματα) κατέγραψαν ισχυρά κέρδη. Η ανοδική τάση παρέμεινε ανθεκτική παρά τη σημαντική αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες μεταξύ 2022 και 2024.

Ωστόσο, οι αναμφισβήτητα υψηλές χρηματοοικονομικές αποτιμήσεις – ειδικά σε ορισμένους κλάδους και μετοχές διεθνώς – δημιουργούν εύλογα την ανησυχία μιας επικείμενης διόρθωσης. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σταθμιστούν οι ακόλουθοι παράγοντες:

Ο καταλυτικός ρόλος των κορυφαίων εταιρειών του τεχνολογικού τομέα των ΗΠΑ οι οποίες με κεντρικό άξονα την τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) δόμησαν μια ισχυρότατη επενδυτική πρόταση με πολύ σημαντικές δυνητικές επιδράσεις για τις παγκόσμιες μακροοικονομικές και επιχειρηματικές επιδόσεις. Το επενδυτικό κύμα που συνοδεύει την ΤΝ αναμένεται να είναι σημαντικά μεγαλύτερο από ανάλογους επιχειρηματικούς κύκλους κατά τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες και αντιστοίχως πολύ υψηλές είναι και οι προσδοκίες για τα επιχειρηματικά κέρδη, οι οποίες  μέχρι σήμερα επιβεβαιώνονται.

Σε έναν όμως κατακερματισμένο και εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόσμο οι πιθανότητες αρνητικών εκπλήξεων δεν είναι αμελητέες  ενώ η ευρωστία των επιχειρήσεων-πρωταγωνιστών είναι πιθανό να επισκιάζει αδυναμίες άλλων λιγότερο προβεβλημένων εταιρειών που απολαμβάνουν και αυτές την ανοδική δυναμική, χωρίς όμως να έχουν τις ίδιες προοπτικές, καθώς και άλλες που θα πιθανότατα θα απωλέσουν την ανταγωνιστικότητά τους.

Η επιτυχία της οικονομικής πολιτικής και ειδικά των κεντρικών τραπεζών, να απορροφούν κραδασμούς μέσω των κινήσεών τους αλλά και διαμόρφωσης των προσδοκιών τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο η αυξημένη πολυπλοκότητα της τρέχουσας περιόδου εγκυμονεί κινδύνους για όσους υπερεπενδύουν σε σωτήριες θεσμικές παρεμβάσεις.

Τα πρωτοφανή συσσωρευμένα κέρδη παγκοσμίως την τελευταία δεκαετία και η μερική και κυλιόμενη επανεπένδυσή τους τροφοδοτούν με νέα καύσιμα το ράλι των αγορών, με τα αποθέματα «ρευστότητας» προς επένδυση να παραμένουν υψηλά.

Η προσαρμοστικότητα της διεθνούς οικονομίας και η ικανότητα της «παγκοσμιοποίησης» να αναδιατάσσεται παρά να υποχωρεί, όπως φάνηκε την τελευταία διετία, αυξάνουν την αυτοπεποίθηση των επενδυτών

Η ανωτέρω ισορροπία κινδύνων/ευκαιριών είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί, ωστόσο οι τρέχουσες συνθήκες δείχνουν ότι οι επενδυτές έχουν δώσει βαρύτητα  κυρίως στους θετικούς καταλύτες.

Σε αυτό το περιβάλλον η χώρα μας μπόρεσε να επωφεληθεί από την ανωτέρω θετική δυναμική τα τελευταία χρόνια και κατάφερε να υπεραποδόσει ξεκινώντας από χαμηλή αφετηρία.  Η εμπέδωση της ανοδικής τάσης της οικονομίας και η προσέλκυση και κινητοποίηση ακόμη περισσότερων επενδυτικών κεφαλαίων – ειδικά μετά την εκπνοή του ΤΑΑ –  προϋποθέτουν κλίμα σταθερότητας και εμπιστοσύνης στις διεθνείς αγορές.

Ο εγχώριος επιχειρηματικός τομέας έχει γίνει περισσότερο εξωστρεφής και συνεπώς πιο ευάλωτος στη διεθνή μεταβλητότητα.  Η ισχυρή δημοσιονομική αξιοπιστία και η συνεχής αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους δημιουργούν αντισώματα αλλά δεν μπορούν να αποτρέψουν κραδασμούς στον ιδιωτικό τομέα σε ένα σενάριο ισχυρών εξωγενών αναταράξεων.

Επομένως είναι προς το συμφέρον μας τα ανωτέρω διεθνή επενδυτικά στοιχήματα να κερδηθούν ώστε εμείς να παραμείνουμε προσηλωμένοι στη διαχείριση των προκλήσεων ενδυνάμωσης της οικονομίας και όχι να αποσπαστούμε, εκ νέου, στη διαχείριση νέων κρίσεων

Ο Νίκος Σ. Μαγγίνας είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας