Είναι γεγονός αναμφισβήτητο τα πισωγυρίσματα της Ιστορίας, όχι μόνο μέσα στα χρόνια της ζωής του καθενός μας που έχει πάντα μια συγκεκριμένη διάρκεια, αλλά και μέσα στους αιώνες. Οταν ο Βολταίρος έγραφε τον 18ο αιώνα ότι «είμαι πρόθυμος να πεθάνω για να έχεις το δικαίωμα να υποστηρίζεις τις απόψεις σου στις οποίες δεν πιστεύω», αναμφισβήτητα θα οραματιζόταν ή, ακόμα καλύτερα, θα πίστευε πως μέσα στον 21ο αιώνα, ακόμη και αν η ρήση του δεν θα είχε φτάσει στα αφτιά μας, θα είχε επικρατήσει ως μια σεβαστή, αν όχι απ’ όλους, από τους περισσότερους, συνθήκη, κυρίως στον χώρο της πολιτικής λόγω μιας γενικότερης εξέλιξης που θα είχε πραγματοποιηθεί. Και η πνιγμονή που ο ίδιος θα αισθανόταν χάρη σε ένα κλίμα που του ενέπνευσε το τόσο κρίσιμο αυτό αξιολογικό απόφθεγμα, δεν θα είχε απλώς εκλείψει αλλά θα είχε αντικατασταθεί με την ευφροσύνη μιας ιδεολογικής ανεξιθρησκίας. Κάτι περισσότερο: με το να είναι πρόθυμος ο καθένας – όπως υποτίθεται πως θα είχε συμβεί – να δίνει ακόμα και τη ζωή του για ιδέες που όχι μόνο δεν είναι δικές του αλλά είναι και αντιμέτωπός τους, η ζωή του καθενός θα προσφερόταν με ακόμα μεγαλύτερη προθυμία ώστε να σωθεί η ζωή ενός άλλου. Μην προχωρήσουμε σε συμπεράσματα γιατί θα αυτοκτονήσουμε.

Δεν θα ήταν δυνατόν να έχει ζήσει ως τις μέρες μας ο Βολταίρος για να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια και με τα ίδια του τα αφτιά, στην Ελλάδα του 2025, όχι μόνο βουλευτές κομμάτων αλλά και τους προέδρους τους να μιλάνε, ενώ απευθύνονται στους αντιπάλους τους, όχι μονάχα σαν να έχουν προηγούμενα μαζί τους σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και με άλλους ανθρώπους που συμβαίνει να τους ακούνε να είναι τόσες οι διαφορές τους ώστε μόνο με μια σκαιή συμπεριφορά και επιπλήττοντάς τους θα ήταν δυνατόν να τους κάνουν ιδεολογικά ομόζυγούς τους. Με τόση κακία και τόση μοχθηρία στην έκφρασή τους που σε παγώνει σε βαθμό όχι μόνο να μην μπορείς να τους αναγνωρίσεις πως έχουν δίκιο με αυτά που λένε, αλλά και να γυρίσεις το πρόσωπό σου προς άλλη κατεύθυνση για να μην τους βλέπεις και να μην τους ακούς. Και θα ήταν περιορισμένη η ζημιά που θα προκαλούνταν, αν περιοριζόταν στο επίπεδο μιας αντιπαράθεσης που εύκολα αναγνωρισμένη ως προς την πολιτική της σκοπιμότητα θα παρέμενε χωρίς ουσιαστικές συνέπειες καθώς ο καθένας, από τους αντιπαρατασσόμενους, υποχρεωμένος να διεκπεραιώνει έναν ρόλο είναι, εκ των προτέρων γνωστό και με μαθηματική μάλιστα ακρίβεια, το τι πρόκειται να πει.

Μακάρι το αποτέλεσμα να ήταν μόνο μια εύκολα προβλεπόμενη πλήξη, αφού ο καθένας εύκολα θα μπορούσε να την αποφύγει. Και να μη μετράμε «θύματα» σε επίπεδο συνόλου των συμπολιτών μας καθώς η κακία και η μοχθηρία εκφρασμένες στις πολιτικές αντιπαραθέσεις με μια σχεδόν τρομοκρατική χροιά, μεταφέρονται ως οι αποτελεσματικότερες μέθοδοι στις διαπροσωπικές πια σχέσεις των ανθρώπων που συμβαίνει να διαφωνούν σε σχέση με καθέκαστα μιας αναπόφευκτης καθημερινότητας. Σχεδόν σαν να κηρύσσονται ως παράνομες η ευγένεια, η καλοσύνη και η υποχωρητικότητα ώστε αν και ο πιο δυνατός αυτός που με έναν πηγαίο και αυθόρμητο τρόπο τις εκφράζει, να λογαριάζεται ως ο πιο αδύνατος λόγω της φαινομενικά τουλάχιστον εύκολης διαχείρισής του από τον καθένα που ορθώνεται όχι μόνο αντιγνωμώντας αλλά και υβριστικά απέναντί του. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως πάντα μια ακραία έκφραση επιθετικότητας προς ένα ή προς περισσότερα πρόσωπα έχει ως αποτέλεσμα τα πρόσωπα αυτά, αν όχι να μας γίνονται συμπαθή, να δυσπιστούμε σε σχέση με τις κατηγορίες που τους αποδίδονται, ενώ η αλήθεια, αντί να αποκαλύπτεται, έστω και δύσκολα, να συσκοτίζεται ακόμα περισσότερο.