Καθολικώς αποδεκτό είναι πως για δεκαετίες η έννοια της κοινωνικής κινητικότητας ήταν συνώνυμη με τη δημοκρατία και την ισότητα. Σήμερα και με δεδομένη την αποκαλυπτική έρευνα του ΕΚΠΑ που φέρνουν στο φως «ΤΑ ΝΕΑ» – διεξήχθη σε εκατό οικογένειες με παιδιά ηλικίας 4-9 ετών στο Λεκανοπέδιο – φαίνεται πως παρ’ όλ’ αυτά η έννοια των ανισοτήτων στα παιδιά λόγω της κοινωνικής τους καταγωγής υπάρχει στέρεη. Μια συνθήκη μάλιστα που τα σφραγίζει ανεξίτηλα για την υπόλοιπη ζωή τους.

Κύριο ρόλο έχουν η οικογένεια, το σχολείο και βέβαια οι πραγματικές συνθήκες της ζωής τους (στέγαση, εκπαίδευση, γλωσσική επάρκεια, ελεύθερος χρόνος, αθλητικές δραστηριότητες, διατροφή, υγεία, έμφυλες σχέσεις κ.λπ.). Για παράδειγμα, οι πιο ευάλωτες οικογένειες καθυστερούν την πρόσβαση στις φροντίδες υγείας ή δεν έχουν ή δεν τηρούν τις καλύτερες των διατροφικών συνηθειών σε αντίστιξη με τις πιο ευμαρείς που εστιάζουν πληρέστερα στην έννοια της πρόληψης. Συνήθειες που προφανώς αντανακλώνται και στα παιδιά και στον μελλοντικό τους προσανατολισμό και που έχουν σχέση με την έλλειψη χρόνου των εργαζομένων ή και επισφαλών γονέων.

Επιπροσθέτως, το σχολείο δεν είναι το μόνο καθοριστικό σχολείο αλλά η εκπαίδευση των παιδιών συναρτάται και από το οικογενειακό πολιτιστικό κεφάλαιο και από μια είδους συνεπιμέλεια και εντατική φροντίδα των γονιών για τις σχολικές τους επιδόσεις. Ακόμη και η έκταση του οικιακού χώρου επιδρά στον ψυχισμό των παιδιών και στην έννοια της αυτοεκτίμησης. Η εθνική στρατηγική για την καταπολέμηση των ανισοτήτων δεν πρέπει να είναι κενό γράμμα ή απλή πολιτική εκφώνηση.