Είναι πολλές φορές υπερβολική η ευαισθησία για τον τρόπο που η γλώσσα απαριθμεί τους άντρες και τις γυναίκες και, συνολικότερα, τα φύλα. Η γλώσσα που μιλά ο κόσμος, και η γλώσσα που γράφαμε ακόμα έως πριν από είκοσι χρόνια, ήταν απλή: λέγαμε οι μαθητές, και εννοούσαμε τους μαθητές και τις μαθήτριες. Κάποια στιγμή, ένα ιερατείο της γλωσσικής ορθότητας θεώρησε ότι είναι διάκριση σε βάρος των γυναικών, γι’ αυτό οι γλωσσικές συνήθειες επέβαλλαν να λέμε οι μαθητές και οι μαθήτριες. Αλλά και πάλι υπάρχει διάκριση, υπέρ των ανδρών, οπότε λέμε οι μαθήτριες και οι μαθητές. Και στη μία περίπτωση, και στην άλλη, ακόμα και έτσι, πάντα υπερίπταται η κατηγορία του σεξισμού; Γιατί πρώτος ο άνδρας, επειδή είναι ισχυρό φύλο; Γιατί πρώτη η γυναίκα, κατά παραχώρηση του άνδρα και της τοξικής πατριαρχίας; Τα πράγματα γίνονται συνθετότερα όταν εισήχθη ο όρος «τα μαθητά», οπότε σηκώνεις τα χέρια.
Αν στον υπέροχο χώρο της επαγγελματικής γραφής τα πράγματα είναι πολύ αυστηρά, στη χύμα ζωή τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Λίγο έξω από το γραφείο μας, η γλώσσα δεν ανταποκρίνεται στις εκκλήσεις του προοδευτισμού για πολιτική ορθότητα, απλούστατα, επειδή εκφράζει τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις και τις πραγματικές αξίες, όχι το φαντασιακό του προοδευτισμού. Αφήστε που και ο προοδευτισμός δεν μπορεί να ξεφύγει από τις σοβαρές αντιφάσεις του: πώς μπορεί να φωνάζει «φρι Παλεστάιν», π.χ., και να μην υπολογίζει ότι οι γυναίκες στον ισλαμικό κόσμο ποδοπατιούνται, η ομοφυλοφιλία είναι παράνομη και η συζήτηση για τα φύλα επιστημονική φαντασία;
Ολα αυτά είναι προοίμιο για να περιγραφεί η αθλιότητα του επιστολογράφου του Ιησού, Κυριάκου Βελόπουλου, που έβρισε χυδαία τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της ΝΔ, Δημήτρη Καιρίδη – τον οποίο, από το βήμα της Βουλής, στη διάρκεια ενός πολιτικού διαξιφισμού, τον αποκάλεσε «κακιά».
«Ηξερα ότι είσαι κακιά, εεε κακός, αλλά όχι τόσο», είπε ο Βελόπουλος στον Καιρίδη, που αμφισβητούσε τον πατριωτισμό του επειδή έχει καταθέσεις σε γερμανική τράπεζα. Οταν ο Καιρίδης τον ρώτησε τι εννοεί, ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης είπε «κακιά στιγμή».
Περίμενα ότι η προεδρεύουσα Ολγα Γεροβασίλη, από έναν πολιτικό χώρο που πρωτοστατεί σε θέματα φύλου, θα επιτιμούσε τον Βελόπουλο. Προτίμησε να είναι κατευναστική. «Να σταθούμε στο ύψος της συζήτησης. Το παίρνω ως “κακία”, δεν θα το πάρω ως “κακιά”», είπε. Πιθανόν, εκτόνωσε τον καβγά. Αλλά έτσι άφησε τη χυδαιότητα, το λαϊκό τσατσά του Βελόπουλου, την ψευτομαγκιά του, να κυριαρχήσει. Δίνοντας μια εικόνα φτήνιας για τη Βουλή και το κοινοβουλευτικό έργο. Και το χειρότερο: είναι η εκπρόσωπος ενός χώρου που προσπαθεί να κάνει μείζον ζήτημα τη διαφωνία με την ακρότητα του όρου: «τα μαθητά», «τα φοιτητά», «τα ποιητά».
Κατανοώ ότι η Βουλή είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας. Γι’ αυτό οι υπεύθυνοι για το επίπεδο του κοινοβουλευτικού λόγου οφείλουν να είναι άτεγκτοι με το επίπεδο της χυδαιότητας και της φτήνιας. Συμπεριφορές όπως η συγκεκριμένη του Βελόπουλου είναι ανάγκη να αποκηρύσσονται και να τιμωρούνται. Η σλανγκ των ουρητηρίων της δεκαετίας του 1960 δεν είναι μαγκιά. Είναι ο πιο χυδαίος αναχρονισμός.
- Κακοκαιρία Byron: 112 σε Φθιώτιδα, Τρίκαλα και Καρδίτσα – «Αποφύγετε τις άσκοπες μετακινήσεις»
- «Χριστούγεννα και Πάσχα εδώ θα είμαστε»: Κλιμακώνονται οι αγροτικές κινητοποιήσεις – Πού αναμένονται νέα μπλόκα
- Σε αναζήτηση νέας ημερομηνίας το Ολυμπιακός – Φενέρμπαχτσε: Ο κανονισμός που δεσμεύει τις δύο ομάδες







