Η 12η Οκτωβρίου, η αυριανή δηλαδή ημερομηνία, έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα στην προσωπική μου μυθολογία. Είναι η μέρα που, το 1944, απελευθερώθηκε η Αθήνα από τους Γερμανούς. Ως παιδί «παιδιού της Κατοχής» μεγάλωσα με ιστορίες από εκείνη την περίοδο. Ιστορίες πείνας και φόβου που έχω την εντύπωση ότι είχαν και έναν παιδαγωγικό ρόλο. Να μάθω δηλαδή, από τρυφερή ηλικία, ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο και να απολαμβάνω αυτό που έχω διότι αύριο μπορεί να μην το έχω. Και βεβαίως, τα βράδια διάβαζα κρυφά, με φακό κάτω από τα σκεπάσματα, Μικρό Ηρωα. Εμένα όμως με ενδιέφερε, κυρίως, το «μετά». Η ανατροπή που έφερε η απελευθέρωση. Πώς είναι να ξημερώνει η ελευθερία ύστερα από 1.264 νύχτες σκλαβιάς; Και πόσο θα ήθελα να ήμουν εκεί, σε μια γωνία, Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου για παράδειγμα, μόνο και μόνο για να γίνω ένα τόσο δα κομματάκι αυτής της χαράς και της ανάτασης. Το ότι μάλιστα ήξερα ότι αυτά τα πρόσωπα με τα πλατιά χαμόγελα και τα λαμπερά μάτια που ακτινοβολούσαν την ελπίδα, σε λίγες μέρες θα αλληλοσκοτώνονταν και οι μάχες της Αθήνας θα γέμιζαν και πάλι με αίμα τους δρόμους της, έδιναν στη χαρά μια δραματικότητα που με συγκινούσε ακόμη περισσότερο.
Πότε ξαναέζησε, από τότε, η Αθήνα μια τόσο μεγάλη και πάνδημη χαρά που οι κάτοικοί της δεν μπορούσαν να τη διαχειριστούν; Μάλλον ποτέ. Ή ίσως τη μέρα που έπεσε η χούντα. Και στις μεγάλες αθλητικές νίκες. Η Αθήνα εδώ και κάμποσα χρόνια είναι μια αρένα, ένα σκάμμα εκτόνωσης πολιτικών και κοινωνικών παθών, η «πόλη που πληγώναμε» – για να παραφράσω τον τίτλο της ταινίας του Δήμου Αβδελιώδη. Οι άνθρωποι περπατούν στους δρόμους της μουτρωμένοι, απομονωμένοι στις οθόνες των κινητών του, σαν να πηγαίνουν κάπου που ξέρουν ότι δεν θα φτάσουν ποτέ. Κι αυτό δεν έχει, κατά τη γνώμη μου, σχέση με το στοχοποιημένο gentrification, τον αστικό εξευγενισμό δηλαδή που οι ανόητοι λένε ότι έχει ισοπεδώσει τα χαρακτηριστικά της πόλης, ούτε με τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, τα μπραντσάδικα που ανοίγουν και τα παλιά στέκια που κλείνουν. Άν αγαπάμε κάτι, το αγαπάμε ακόμη και όταν αλλάζει.
Η Αθήνα που τόσο αγάπησα – και εξακολουθώ να αγαπώ – μού μοιάζει σαν άντρο, σαν ένα λημέρι όπου τα πάντα σου φωνάζουν ότι εδώ είσαι ανεπιθύμητος. Σαν μια επιβεβλημένη συνθήκη που σε αναγκάζει να συμβιβαστείς με τον χαμηλό πήχη και την υποβάθμιση. Είναι αυτό που λέει ο ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας Σάββας Σαββόπουλος, συνομιλώντας με τον Κώστα Μπακογιάννη, σε ένα από τα podcast της σειράς «Αθήνα 2050: Το μέλλον της πόλης σήμερα»: «Μια πόλη είναι «δικιά» μου όταν τα αντιληπτικά μου ερεθίσματα, αυτό που προσλαμβάνω, νιώθω να μου γίνεται οικείο, νιώθω να με κάνει να συμφιλιωθώ με αυτό που βλέπω. Ό,τι με διώχνει γίνεται ανοίκειο, άρα επίφοβο, άρα με κάνει να θέλω να κλειστώ στο σπίτι μου».
Κάπως έτσι νιώθω την Αθήνα. Ίσως όμως να μη φταίει που αλλάζει η πόλη αλλά που αλλάζω εγώ.







