Στην αρχή της συνέντευξης του αποκαλύπτω ότι δεν είμαι ο κατεξοχήν ακροατής των τραγουδιών του, αλλά λόγω των δύο νεανικών δωματίων στο σπίτι όλο και κάποιος στίχος μένει στ’ αφτιά μου. «Αλίμονο, δεν είναι έτσι η φάση. Δεν απευθυνόμαστε μόνο σε αυτούς που μας ακούνε» έρχεται η πρώτη απάντηση πριν πατηθεί το κόκκινο της ηχογράφησης στο κινητό. Ο Saske – κατά κόσμον Οδυσσέας Ντζιμάνης –, τον οποίο οι μικροί γνωρίζουν και οι μεγάλοι μαθαίνουν, έχει πολλές αναφορές στο χώμα και τη γενέτειρά του, τη Χρυσούπολη Καβάλας, και άλλες τόσες στο «Διάστημα» της ραπ. Εκεί νιώθει ότι ανήκει ολοκληρωτικά. Η συνέντευξή μας έγινε ενόψει της συναυλίας του την ερχόμενη Παρασκευή στο κλειστό γήπεδο μπάσκετ του ΟΑΚΑ (μία χρονιά μετά το διπλό sold out στον Λυκαβηττό). Μιλήσαμε όπως το θέλει το είδος που υπηρετεί: χωρίς στεγανά, «ανεξίθρησκα» και με πολλά «εμπρός-πίσω», όπως λέει ο ίδιος, ανάμεσα στα μουσικά είδη. Αναφέραμε έως και τον Μπαγιαντέρα, για να έχετε εικόνα.

Η πρώτη ερώτηση που σκεφτόμουν πριν συναντηθούμε είναι αν νιώθεις ότι κουβαλάς μέχρι σήμερα στοιχεία από τη Χρυσούπολη Καβάλας, αλλά και από την Αμερική – τα τριάμισι χρόνια που έμεινες εκεί.

Κοίτα, η Αμερική μου έδωσε πολλά στοιχεία από τη μουσική σκηνή και με έκανε «αμερικανάκι» ως προς διάφορες συνήθειες, τι τρώω ή ποιες ταινίες βλέπω, όλη αυτή την καταναλωτική φάση. Χωρίς, όμως, την πλύση εγκεφάλου. Χωρίς να φτάσω δηλαδή στο σημείο να γίνω άβουλος. Νομίζω, λοιπόν, ότι οι αντιστάσεις απέναντι σε αυτό προέρχονται όντως από τη Χρυσούπολη. Λέω πάντα ότι είμαι και λίγο «τοπικιστής»: φοράω τις φανέλες της ποδοσφαιρικής ομάδας και αναφέρω πάντοτε τον Νέστο. Γιατί όλα γύρω από το ποτάμι γίνονταν. Επαιζα γύρω από τον Νέστο, κολυμπούσα εκεί, ακόμη και κανόε καγιάκ έκανα. Ημουν το παιδί που ξυπνούσε 6 το πρωί και πήγαινε με τον παππού στον στάβλο. Ξέρω να ανοίγω καρύκια με την τσάπα, να βάζω σιφόνια στο κανάλι, να φτυαρίζω κοπριά. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σίγουρα η Χρυσούπολη μου έμαθε τη σκληρή δουλειά και την επαφή με τη φύση. Ολα αυτά τα κουβαλάω μέσα μου.

Ολες αυτές οι περιγραφές που έδωσες θεωρείς ότι περνούν στη μουσική σου με έναν υπόγειο τρόπο;

Θα σου πω κάτι: είμαι σε μια θέση αυτή τη στιγμή που τη θεωρώ καλή στον χώρο μου. Λοιπόν, ακόμα δεν έχω πάψει να δουλεύω όπως δούλευα στην αρχή και σε αυτό – το λέω πολλές φορές – παίζει ρόλο το ότι είμαι επαρχιώτης. Αισθάνομαι ότι τα άτομα σε μια μεγαλούπολη επαναπαύονται περισσότερο μπροστά στα ερεθίσματα τα οποία απλόχερα τους δίνονται απ’ την αρχή της ζωής τους. Εγώ έπρεπε να ψαχτώ για να καταλάβω αυτό που κάνω. Επρεπε να κάνω αληθινή έρευνα, γιατί όταν έβγαινα έξω το μόνο που έβλεπα ήταν τρακτέρ, καρπούζια και αγροτικά αυτοκίνητα. Ανακάλυψα, για παράδειγμα, τον D71, από τους πρώτους graffiti artists της Ελλάδας. Ενώ ήταν Χρυσουπολίτης, βρέθηκε στην Αθήνα. Εγώ έμαθα από αυτόν το graffiti και παράλληλα βασικές αρχές του χιπ-χοπ, όπως τον σεβασμό και άλλα πολλά.

Θέλω να διαβάσω κάτι που έχει πει ο Light: «Το χιπ-χοπ είναι η κουλτούρα που περιέχει πέντε στοιχεία. Η τραπ είναι μια υποκατηγορία του ραπ, όλα έχουν να κάνουν με τον ρυθμό και τη μουσική υπόκρουση. Στην Ελλάδα έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η τραπ και η ραπ έχουν να κάνουν με τη θεματολογία. Το μπιτ είναι αυτό που τα διαφοροποιεί». Πού αρχίζει και πού τελειώνει η διαφοροποίηση ανάμεσα στα είδη της δικής σας σκηνής;

Καμιά φορά αναρωτιέμαι γιατί κυνηγάει τόσος κόσμος να αναλύσει. Στο τέλος της ημέρας μιλάμε για μουσική. Οταν αναλύεις κάτι, συνήθως είναι για να το διαχωρίσεις και να το κρίνεις. Ενώ η μουσική είναι φτιαγμένη για να την ευχαριστηθείς. Στην τελική, γιατί δεν κάνουμε τόσο μεγάλο θέμα για το πού ξεκινά το αστυνομικό θρίλερ και πού τελειώνει το ψυχολογικό; Ειδικά η ραπ έχει 100 θεματολογίες όπως κάθε είδος μουσικής. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον λόγο. Πάει σε ό,τι μπορεί να κατεβάσει ο ανθρώπινος νους. Η τραπ, ναι, αφορά πολλές παραβατικές καταστάσεις – μοιάζει με αστική ταινία του υποκόσμου. Αλλά κι εκεί υπάρχουν ερωτικά ή κοινωνικά θέματα.

Αναφέρεσαι στη συζήτηση – ειδικά για ένα μέρος της σκηνής σας – σχετικά με στίχους που προβάλλουν τον σεξισμό, τον ρατσισμό και την παραβατικότητα. Εσύ πώς στέκεσαι μέσα σε αυτό;

Δεν ξέρω γιατί όλη αυτή η συζήτηση γίνεται για τη μουσική και δεν γίνεται π.χ. για τον κινηματογράφο. Ολες οι ταινίες που έχουμε δει με παραβατικούς ανθρώπους δεν έκαναν κανέναν από εμάς παραβατικό. Αρα γιατί η μουσική μου να σε κάνει εγκληματία; Και κάτι ακόμα. Πώς μπορεί να κρίνει με τόση αφέλεια τη μουσική μου ένας άνθρωπος ο οποίος στο τρίτο τσίπουρο τραγουδάει το «Εγινα μπεκρής, οχ αμάν, χασικλής και μερακλής»; Είναι λίγο υποκρισία. Είναι λίγο «γέρασα και δεν καταλαβαίνω». Είναι λίγο «τρεις η ώρα το μεσημέρι, μη βαράτε δυνατά με την κιθάρα». Από εκεί και πέρα, όλοι έχουμε τα γούστα μας και ξέρουμε πώς να διακρίνουμε στίχους που προβάλλουν την παραβατικότητα. Ή επίσης δέχομαι ότι και στη μουσική μπορεί να λειτουργήσει αυτό που ισχύει για την τηλεόραση: οι διαβαθμίσεις και η ένδειξη «parental advisory» για το πότε ένα παιδί μπορεί να παρακολουθήσει μια εκπομπή. Αυτό το δέχομαι, επειδή είναι σημαντικό το τι προτείνεται, αλλά όχι το τι επιβάλλεται.

Αυτή την περίοδο τι ακούς από τη δική σας μουσική σκηνή;

Θα είμαι ειλικρινής. Αυτή τη στιγμή νιώθω ότι υπάρχει ένας κορεσμός παγκόσμιος. Αρχίζω και τη βλέπω λίγο Κωνσταντίνος Κατακουζηνός: «εμπρός-πίσω». Οπότε είμαι σε μια φάση με Τζέιμς Μπράουν και Φρανκ Σινάτρα. Πριν ήμουν σε μια φάση Pink Martini και μετά άκουγα Σαντέ κι εγώ δεν ξέρω για πόσο καιρό. Κατά τα άλλα, γενικά ακούω βινύλιο.

Ως μουσικός που το ζει από μέσα πού πιστεύεις ότι οφείλεται αυτή η διάχυση της μουσικής σας σε νεότερες γενιές;

Θα απαντήσω με έναν αντίλογο: ποιο παιδί θέλει να ακούσει, να φάει και να φορέσει ό,τι του λένε οι γονείς του; Το θέμα είναι αυτή η παιδική αντίδραση. Και για να μιλήσουμε επί της ουσίας για τη ραπ… Εγώ όταν ήμουν πιτσιρικάς και άκουγα τις παραβατικές ιστορίες κάποιου, δεν τις κρατούσα ως περιεχόμενο. Κρατούσα το γεγονός ότι από το σημείο μηδέν κάποιος πήγαινε στο σημείο 100 με τις δικές του δυνάμεις χρησιμοποιώντας ευελιξία και δημιουργικότητα. Μέχρι σήμερα αυτό μου δίνει κίνητρο. Να ξυπνάω το πρωί και να λέω ότι θα τα καταφέρω. Γι’ αυτό μας θαυμάζουν. Γιατί είμαστε λαϊκοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας που καταφέραμε να βγούμε από τα «Hunger Games» μέσω του ταλέντου μας. Ας ακούσουμε, λοιπόν, ένα παιδί το οποίο δεν ξέρει αν έχει μέλλον αύριο σε αυτή τη χώρα, αλλά του δίνει ελπίδα η τέχνη που δεν του δίνει το Δημόσιο αυτή τη στιγμή.

Αναπόφευκτα έχεις μάθει να μετράς αυτό που λέμε επιτυχία με views, με streams, με stages, όπως και άλλοι καλλιτέχνες της γενιάς σου. Εχεις νιώσει ότι η επιτυχία μπορεί να σε παρασύρει; Δηλαδή να χάσεις λίγο τη Χρυσούπολη κάτω από τα πόδια σου;

Τη Χρυσούπολη όχι. Δεν θα ξεχάσω το ποιος είμαι, την οικογένεια και τις ρίζες μου. Αλλά όσον αφορά τις δευτερεύουσες σχέσεις, μπορεί κάποιος να την ακούσει λίγο παραπάνω σε σχέση με τους συνεργάτες ή με τους φίλους του. Μπορεί κάποιος να ξεχάσει πώς ήταν κάποτε να σπας λεφτά για σουβλάκια και να χλευάζει όποιον δεν μπορεί να αγοράσει medium rare. Αυτό εξαρτάται από τον άνθρωπο και το πώς τον έχει διαπαιδαγωγήσει το σπίτι του. Η επιτυχία, ναι, είναι αναπόφευκτη, όπως στο ποδόσφαιρο. Απλώς το ποδόσφαιρο είναι αθλητισμός και εμπνέει την πειθαρχία. Ενώ σε εμάς αυτό που εμπνέει είναι η αίσθηση της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας των κινήσεων. Γιατί ο στόχος είναι να είσαι προοδευτικός και πρωτοπόρος. Σίγουρα έχω περάσει κι εγώ από το να είμαι το νεόπλουτο κακομαθημένο παιδί στον συνειδητοποιημένο άνθρωπο που προσπαθεί να χτίσει το μέλλον του. Η δουλειά που κάνω περιέχει τη φήμη, αλλά δεν απέχει καθόλου από τη δουλειά που κάνει οποιοσδήποτε άλλος: είτε οδηγάει αεροπλάνο είτε αλλάζει σωλήνες. Καταλαβαίνεις ότι για έναν καλλιτέχνη είναι δύσκολο σε μικρή ηλικία να αφομοιώσει όλο αυτό που του συμβαίνει – μπορεί να πάθει αγοραφοβίες, κατάθλιψη, να στρεσαριστεί. Είναι φυσικό το να απογειώνεσαι, απλώς εγώ λέω σε πολλούς φίλους μου τον «κανόνα της μιας εβδομάδας»: τόσο χρόνο έχεις για να παρτάρεις, αλλά μετά να έρθεις στη φυσιολογική σου κατάσταση. Να προσγειώσεις αυτό το αεροπλάνο πριν απογειωθείς ξανά. Επειδή δεν γίνεται να είσαι μονίμως σε πτήση. Κάποια στιγμή θα τελειώσει η κηροζίνη και θα τρακάρεις.

Τι άκουγες όταν ήσουν πιο μικρός, ποια ήταν τα πρώτα ακούσματα πριν περάσεις στο χιπ-χοπ;  

Ως μικρότερος ξάδερφος άκουγα πολλά πράγματα από τα ξαδέρφια μου με τα οποία μεγαλώσαμε μαζί: από AC/DC, System of a Down, Pink Floyd, Green Day έως κλασικό ροκ, Σπρίνγκστιν και άλλα. Τα άκουγα σε κασέτες, CD, ΜΡ3 και walkman. Οποτε έμπαινα στο αμάξι του μεγάλου ξαδέρφου άκουγα είτε αυτή τη μουσική είτε Bob Marley, ας πούμε, όταν πέρασα τη ρέγκε φάση. Παράλληλα, άκουγα από τη γιαγιά μου – όσο μαγείρευε – τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», το σμυρναίικο «Η Ελλη θέλει σκότωμα» και τέτοιου είδους. Και από τη μάνα μου Χατζιδάκι, Μπίλι Χολιντέι, Βασίλη Παπακωνσταντίνου και Pink Martini, που το έχω σπαμάρει γιατί ήταν από τα αγαπημένα της συγκροτήματα. Ηταν αρκετά ανοιχτόμυαλη η οικογένειά μου.

Νιώθεις ότι με έναν αδιόρατο τρόπο όλα αυτά τα ακούσματα τα κουβαλάς την ώρα που γράφεις τα δικά σου;

Νιώθω ότι είμαι τυχερός στη ραπ. Ακριβώς επειδή είναι από τα πιο «ανοιχτά» είδη. Σε οποιοδήποτε άλλο είδος ο μέσος όρος των καλλιτεχνών παγιδεύονται στο να αναπαραγάγουν τον ίδιο ήχο της μουσικής τους. Η ραπ ουσιαστικά μπασταρδεύει όλες τις μουσικές μαζί. Εφόσον έχω την ιδιότητα του ράπερ, μπορώ να πατήσω σε ροκ, σε ποπ, σε house, σε breakbeat.

Τι σημαίνει για εσένα μουσική πάνω στη σκηνή;

Οσο περισσότερο καταλαβαίνεις τον εαυτό σου μέσα στον χώρο, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι μόνο η μουσική, ούτε οι στίχοι, ούτε το performance. Είναι όλα μαζί. Παίρνεις κάθε ευκαιρία έκφρασης για να διαχυθεί ένα αίσθημα πρωτόγνωρο και αγνό. Ολα αυτά συμπίπτουν σε ένα πράγμα: δεν κάνουμε μουσική στ’ αλήθεια. Μεταδίδουμε ενέργεια και συναίσθημα. Και ο ακροατής μυρίζεται το στημένο και δομημένο συναίσθημα όπως ένας σκύλος τον φόβο.

Τι θα θεωρούσες μεγαλύτερο κατόρθωμα: να γεμίζεις στάδια ή να λένε ότι γράφεις τους καλύτερους στίχους στον χώρο σου;

Θα επέλεγα τα στάδια, γιατί αν τα γεμίζω δεν χρειάζομαι κανέναν να μου πει για τους στίχους μου! Γενικότερα πάντως θεωρώ μεγαλύτερο κατόρθωμα στη διαδρομή να παραμείνω σε αυτό το υβρίδιο της τραπ και της ραπ χωρίς να ξεφτιλιστώ. Και ο καθένας ας ερμηνεύσει όπως θέλει αυτή τη φράση.

Ακουγα τους στίχους σου στο «Παντού»: «Το κούνηµά σου ξόρκι, λέω τ’ όνοµά σου όπου σταθώ / Σα να µου ‘κανες µάγια, σε βλέπω µπροστά µου όπου περπατώ / Με στοιχειώνεις τα βράδια, οι σκέψεις δεν µε αφήνουν να κοιµηθώ / Ακου τις λέξεις σου στο σκοτάδι, σε νιώθω κοντά κι ας µην είσαι εδώ».

Και μου ήρθε στο μυαλό αυτό: «Μέσα στης ζωής τα µονοπάτια / µπρος στ’ αρχοντικά σου σκαλοπάτια / τριγυρίζω σαν τη νυχτερίδα / λίγη για να βρω χαρά κι ελπίδα / Βλέπεις πως για σένα ξενυχτάω / σαν σε χάσω λίγο, δεν βαστάω / στο κρασί ζητώ τη συντροφιά σου / άλληνε δεν βάζω ‘γώ µπροστά σου». Είναι Μπαγιαντέρας του 1939 σε ερμηνεία του Στράτου Παγιουμτζή. Αισθάνεσαι ότι υπάρχουν κάποιες αδιόρατες γέφυρες ανάμεσα στα είδη και τις εποχές;

Εχω κολλήσει με την ομοιότητα, αλήθεια. Δεν το περίμενα και ούτε ξέρω το κομμάτι. Πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της «αιώνιας μάστιγας», δηλαδή του έρωτα. Απ’ ό,τι φαίνεται, μας εμπνέει το ίδιο πράγμα και, ναι, έχει περάσει ένας αιώνας. Για μένα, έτσι κι αλλιώς, τα δύο πιο cool μοτίβα είναι από τη μια το σκοτάδι, η μυστική φύση και το απόκοσμο, από την άλλη τα διαστημόπλοια, οι εξωγήινοι, ο φουτουρισμός. Κάποιοι άνθρωποι σίγουρα περιγράφουμε σε διαφορετικές εποχές το ίδιο συναίσθημα με τα ίδια – πώς να το πω; – «μπαχαρικά».

Το κομμάτι της μελωδικότητας σε ενδιαφέρει ή το αφήνεις λίγο πιο μακριά; Δηλαδή αισθάνεσαι πράγματα όταν ακούς Χατζιδάκι ή Σπανό ή Κουγιουμτζή;

Σίγουρα νιώθω και έχω βινύλια Χατζιδάκι, όπως έχω και Τσιτσάνη. Γιατί είμαι λίγο «εμπρός – πίσω». Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους, όπως ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, είναι και για μένα πρωτοπόροι. Γιατί πήραν στοιχεία από τους τόπους όπου ταξίδεψαν και τα πάντρεψαν με το ελληνικό χωρίς να γίνονται τάση ή μόδα. Εφτιαξαν ένα δικό τους κράμα. Κι εγώ ένα δικό μου κράμα προσπαθώ να φτιάξω με τα δικά μου υλικά. Θυμάμαι επίσης όταν έγραφα στίχους για τον δίσκο «YENNA» της Μαρίνας Σάττι, μου έρχονταν λέξεις από τα παλιά ελληνικά τραγούδια, όπως της Σοφίας Βέμπο. Από εκείνη τη φάση κράτησα ότι μπορώ να δανείζομαι λέξεις που λειτουργούν αλλιώς στην εποχή μου: όπως «καρτερώ» αντί περιμένω, παρεκκλήσι ή πλατύσκαλο. Ολες αυτές οι λέξεις σε πάνε σε μια εποχή.

Ξέρω ότι διαβάζεις και έχεις μια σχέση μελέτης με την ποίηση του Καβάφη. Τι σε δένει εκεί;

Επειδή είμαι Μικρασιάτης, οτιδήποτε έχει αυτή τη μείξη Ελληνοανατολίτη με γοητεύει. Και όλη αυτή η μελαγχολία και η μοναχικότητα του δημιουργού όσον αφορά το ξεδίπλωμα των σκέψεών του επίσης με γοητεύουν. Μου προκαλούν μια μακρινή ταύτιση.