Ο Βασίλης Μπισμπίκης είναι πολύ καλός ηθοποιός και σκηνοθέτης. Με αυτές τις δύο ιδιότητες μάς συστήθηκε προ ετών. Σε αυτές και μόνο θα έπρεπε να εστιάζεται το ενδιαφέρον όλων όσων δεν τον γνωρίζουν προσωπικά.
Σε έναν ιδεώδη κόσμο. Τον δικό μας κόσμο ο Βασίλης Μπιμπίκης τον απασχολεί ασυγκρίτως περισσότερο ως άνθρωπος με δυσκολεμένα νεανικά χρόνια. Ως «σύντροφος» – τι νερόβραστη λέξη! – ως γκόμενος θα γράψω διάσημης τραγουδίστριας, ο οποίος συνηθίζει να διονυσιάζεται στα νυχτερινά κέντρα. Από την περασμένη εβδομάδα και ως παραβάτης του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Στα άγρια – λέει – μεσάνυχτα, επιστρέφοντας από γλέντι, πήρε με το ογκώδες τζιπ του σβάρνα τρία αυτοκίνητα και τους προκάλεσε σοβαρές ζημιές. Εν συνεχεία, είτε για να αποφύγει το αλκοτέστ είτε επειδή είχε τόσο πιει που δεν ήξερε τι του γινόταν, το έσκασε σαν τον γάτο στο σκοτάδι. Οι πανταχού παρούσες όμως κάμερες τον είχαν καταγράψει. Μπορεί να γλίτωσε το αυτόφωρο, πλην όμως βρέθηκε με χειροπέδες στα δικαστήρια.
Μόλις το γεγονός έγινε γνωστό, ξεκίνησαν τα δημοσιεύματα. Αστραψαν και βρόντηξαν οι εφ’ όλης της ύλης σχολιαστές. Δεν είναι τελικά αγνό λαϊκό παιδί ο Μπισμπίκης! Δεν είναι ντρέτος μάγκας! Για έναν κωλοέλληνα πρόκειται, που καταστρέφει ξένες περιουσίες κι έπειτα κρύβεται. Νομίζοντας, εν τη αφελεία του, ότι ξεγλίστρησε από τον νόμο, είχε το θράσος να εμφανιστεί την επομένη σε πρωινάδικο, να συνεντευξιαστεί για τον καινούργιο του ρόλο.
«Μα για αυτό ακριβώς το έκανε!» μου είπε μια φίλη, που δεν με έχει συνηθίσει – κάθε άλλο – στη συνωμοσιολογία. «Για να κερδίσει με το μπούγιο τηλεθέαση η σειρά όπου πρωταγωνιστεί». «Τι εννοείς; Στούκαρε τα ξένα αμάξια για λόγους διαφημιστικούς;». «Του καλοκάθισε απλώς που έγινε το πρόσωπο της ημέρας. Κι έπαιξε το παιχνίδι, απολογούμενος μπροστά στις κάμερες». «Μα όλοι τον βρίζουν!». «Ε και, στο σίριαλ τον κακό δεν υποδύεται;».
Εγώ δεν φτάνω μέχρι εκεί. Στέκομαι στο ότι ο Βασίλης Μπισμπίκης ανέχεται, εάν δεν υποδέχεται ασμένως, τη δημόσια έκθεση. Κάθε του καρδιοχτύπι για καλό ή για κακό το μοιράζεται με την κοινή γνώμη.
Πριν από κάμποσες δεκαετίες, μεσουρανούσε στο θεατρικό και στο κινηματογραφικό στερέωμα ένα ιερό τέρας, που η εκτός τέχνης ζωή του ήταν στα αλήθεια μυθιστορηματική. Αριστερός, με δράση και εξορίες, συνάμα δε μανιώδης τζογαδόρος. Ταγμένος ψυχικά στον έρωτα της ζωής του, με δονζουανική παράλληλα δραστηριότητα, με προσόντα μεγάλου εραστή, που το είχε για αμαρτία να αφήσει την οποιαδήποτε γυναίκα παραπονεμένη. Περιφρουρούσε ωστόσο τα προσωπικά του. Το κοινό απολάμβανε μόνο τις καταπληκτικές του ερμηνείες.
«Εχουν αλλάξει εντελώς τα πράγματα. Σήμερα για να κάνεις καριέρα, πρέπει να είσαι περσόνα. Να παριστάνεις τον εαυτό σου όπου σταθείς κι όπου βρεθείς. Αν θέλεις βέβαια να απευθύνεσαι στους πολλούς. Αρκέσου ειδάλλως στους μυημένους – και μετρημένους – θεατρόφιλους. Δεν έχεις μάλλον συνειδητοποιήσει πόσο μετράει σε αυτούς τους χώρους η απήχηση στα σόσιαλ μίντια. Εχει η άλλη εκατό χιλιάδες ακόλουθους στο Ινσταγκραμ; Θα την πάρουν αβλεπί στον θίασο…».
Αποστρέφομαι τη νοσταλγικότητα, την εξιδανίκευση του παρελθόντος. Πάντοτε εξάλλου, από τον καιρό του Αλκιβιάδη, μια λαμπερή προσωπικότητα κέρδιζε την αγάπη – το ενδιαφέρον έστω – του κόσμου. Το Χόλιγουντ, από κτίσεώς του, τρεφόταν με αισθηματικά σκάνδαλα, ενίοτε κατασκευασμένα. Στο τέλος όμως μιλούσε το πανί. Τα όποια καμώματά σου σού προσέθεταν μεν φήμη αλλά δεν επεσκίαζαν τις καλλιτεχνικές σου επιδόσεις. Η Μέριλιν Μονρόε μπορεί να είχε εμπλακεί, ίσως και θανατηφόρα, με τους Κένεντι. Δεν θα πρωταγωνιστούσε ωστόσο σε υπερπαραγωγές αν δεν ξεχείλιζε από ταλέντο.
Επάγγελμα περσόνα; Επάγγελμα ινφλουένσερ; Επάγγελμα κουτσομπόλης σε πάνελ; Ή «δημιουργός ψηφιακού περιεχομένου», όπως με κωμική αυταρέσκεια συστήνονται όσοι φωτογραφίζουν επί χρήμασι τη χαριτωμένη φάτσα τους πλάι σε εμπορικά προϊόντα; Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Κανείς δεν δικαιούται να κρίνει τι κάνει ο διπλανός του για να γεμίσει το καλάθι του σουπερμάρκετ. Λυπάσαι απλώς όταν βλέπεις ανθρώπους που αληθινά αξίζουν να τους ρουφάει η ασημαντότητα…







