Σε αυτή την περίπτωση δεν καταγγέλθηκε γυναικοκτονία. Ακόμη και από αυτούς που αποδίδουν κάθε δολοφονία γυναίκας στην τοξική αρρενωπότητα. Και παρόλο που για να πνίξει κάποιος, να σκοτώσει δηλαδή με τα χέρια του, έναν άνθρωπο χρειάζεται να έχει μεγαλύτερη σωματική ρώμη. Εδώ όμως δεν ήταν θέμα δύναμης. Αυτή η δολοφονία, τουλάχιστον όπως προκύπτει από καταθέσεις και μαρτυρίες, ήταν το αποτέλεσμα μιας έκρηξης. Από αυτές που συμβαίνουν στις ψυχές των καθημερινών ανθρώπων. Ενας σεισμός χωρίς προειδοποιητικά σημάδια. Ετσι νομίζουμε τουλάχιστον. Διότι τα σημάδια δεν παρατηρούνται σε αυτόν ο οποίος εκρήγνυται, αλλά στους γύρω του. Σε αυτούς που βλέπουν έναν ήσυχο, δοτικό άνθρωπο και νομίζουν ότι μπορεί να αντέξει τα πάντα. Κι εδώ ταιριάζει απόλυτα η φράση που λέει ότι δεν μπορούμε να φανταστούμε τι είναι ικανός να κάνει κάποιος που οι άλλοι πιστεύουν ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Δυό αδέλφια στη Θεσσαλονίκη. Ανθρωποι με στρωμένες ζωές, καμία σχέση με περιθώριο. Ο αδελφός αγαπούσε την αδελφή του, τη φρόντιζε, εκείνη την ημέρα είχε πάει να την παραλάβει από το νοσοκομείο, θα έμενε και ο ίδιος στο σπίτι της για να την περιποιηθεί. Μια σχέση από αυτές που οι άλλοι χρησιμοποιούν για παράδειγμα. «Ετσι κάνουν τα καλά αδέλφια». Πίσω από τη βιτρίνα όμως υπήρχε η πραγματικότητα που βίωνε ένας άνθρωπος ο οποίος έπρεπε να μοιραστεί ανάμεσα στις υποχρεώσεις που ο ίδιος είχε επιβάλει στον εαυτό του. Η οικογένειά του, η αδελφή του, ποιος ξέρει τι άλλο. Και τελικά, ενώ προσπαθούσε να τους ευχαριστήσει όλους, όλοι είχαν παράπονο. Και αυτή η κατάσταση δημιουργούσε εντός του επιστρώσεις ανοχής και αντοχής. Μέχρι που «έπιασε ταβάνι». Και έφτανε μια ασήμαντη παρατήρηση, μια μικρή επίπληξη για να σπάσει το «ταβάνι». Και ο άνθρωπος να βγει εκτός ορίων.
Αυτά τα όρια, αυτές οι λεπτές κόκκινες γραμμές που, όταν ξεπερνιούνται, δεν υπάρχει επιστροφή. Και που, δυστυχώς, δεν είναι ορατές ακόμη και από αυτόν που τις πλησιάζει. Διότι νομίζει ότι αντέχει ακόμα. Οτι αντέχει τα πάντα. Οτι θα αντέχει για πάντα. Αλλά δεν συμβαίνει έτσι. Ο ήσυχος άνθρωπος που μεταμορφώνεται σε τέρας «δι’ ασήμαντον αφορμή» δεν είναι μόνο αγαπημένο θέμα της λογοτεχνίας και της δραματουργίας. Είναι μοτίβο της πραγματικής ζωής. Ας σεβόμαστε λοιπόν περισσότερο τις αντοχές και τις ανοχές των ήσυχων ανθρώπων. Και το να περιφρουρήσουμε τα όριά τους δεν είναι μόνο υποχρέωση απέναντι σε εκείνους αλλά, κυρίως, απέναντι στον εαυτό μας.
«Σάμινα»
Πέρασαν κιόλας 25 χρόνια. Οι νέοι άνθρωποι, οι φαντάροι που χάθηκαν στο ναυάγιο του «Σάμινα» σαν σήμερα το 2000, θα «έβλεπαν» τα πενήντα. Ογδόντα ένας νεκροί στη μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία της μεταπολεμικής Ελλάδας, μετά το ναυάγιο στη Φαλκονέρα το 1966. Και μάλιστα δυο απλωτές από τις ακτές της Πάρου, στις «Πόρτες», τα βράχια που σε καλωσορίζουν στο λιμάνι του νησιού, σαν να κατηφόρισαν τα Μετέωρα καταμεσής της θάλασσας.
Οι συγκρίσεις και οι συνειρμοί αναπόφευκτοι. Και τότε θλίψη, πόνος, οργή αλλά, συγκριτικά με την υπόθεση των Τεμπών, παρανυχίδες. Ουδείς ζήτησε, αν θυμάμαι καλά, να παραιτηθεί η κυβέρνηση, ούτε καν ο τότε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας Χρήστος Παπουτσής. Κι ας είχαν επέμβει οι Βρυξέλλες ως προς το αν τηρούνται στην Ελλάδα οι κανόνες ασφάλειας στη ναυσιπλοΐα, κι ας είχε απορριφθεί από το τότε κυβερνών ΠΑΣΟΚ η πρόταση για σύσταση Εξεταστικής, κι ας είχε σχολιάσει, δύο μήνες αργότερα, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης με τη φράση «Αυτή είναι η Ελλάδα». Δεν θυμάμαι να είχε γίνει κάποια συναυλία, έστω μια πορεία διαμαρτυρίας. Η διαφορά; Απλώς εκείνη την εποχή είχαμε λεφτά.







