Το ημερολόγιο δείχνει 1977, είναι βράδυ, το μπαρ κλείνει και ο Ρενό πρέπει να αποφασίσει με ποιον από τους άνδρες που γνώρισε απόψε θα ήθελε να γυρίσει σπίτι. Κουβεντιάζει με έναν παλιό εραστή του για μια φριχτή συναυλία της Γκρέις Τζόουνς που είδε στο Studio 54, όταν το βλέμμα του πέφτει πάνω σε έναν ξένο με πυκνά μαύρα μαλλιά. Τον πλησιάζει, του πιάνει την κουβέντα, εκείνος του λέει πως έχει μόλις επιστρέψει από ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Νιγηρία. Περπατούν μαζί στους δρόμους του Παρισιού, μέχρι το διαμέρισμα του άνδρα, σε μια ωραία γειτονιά, όπου ακούν μουσική, καπνίζουν, κάνουν σεξ και αποκοιμούνται.
Το επόμενο πρωί μιλάνε λίγο πριν φύγει. Ο άντρας είναι 29 ετών, δικηγόρος ειδικευμένος στο εταιρικό δίκαιο, εκπροσωπεί μια εταιρεία μηχανικών. Ο Ρενό, που είναι 31, του λέει ότι σπούδασε κι εκείνος νομικά, αλλά τώρα είναι συγγραφέας και βγάζει «ψίχουλα» και ότι είναι «λίγο κουρασμένος από αυτή την μποέμικη ζωή». «Μα δεν θα μπορούσες να γράψεις πράγματα που θα σου απέφεραν κάποια χρήματα;» τον ρωτάει ο άντρας.
Ετσι ξεκινούσε το 1979 ο Ρενό Καμί το βιβλίο του «Tricks» («Κόλπα»), ένα χρονικό 25 ερωτικών περιπετειών της μιας νύχτας που είχε καθώς ταξίδευε στις ακμάζουσες γκέι κοινότητες του κόσμου στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ηταν ένα βιβλίο τολμηρό και αιχμηρό, που χαιρετίστηκε από την αβάν-γκαρντ και, ναι, του απέφερε λίγα χρήματα. Τον πρόλογο τον είχε γράψει άλλωστε ο διάσημος γάλλος φιλόσοφος και κριτικός λογοτεχνίας Ρολάν Μπαρτ. Σε αυτούς τους κύκλους κινούνταν τότε ο Ρενό Καμί, μεταξύ συγγραφέων και καλλιτεχνών όπως ο Αντι Γουόρχολ και οι άγγλοι εικαστικοί Γκίλμπερτ και Τζορτζ. Δύο χρόνια πριν, μάλιστα, είχε τιμηθεί με το βραβείο Fénéon για άλλο βιβλίο του. Οσο για την ομοφυλοφιλία του, αυτήν είχε πάψει από καιρό να την κρύβει.
Του κόστισε βέβαια: οι γονείς του πρώτα τον είχαν αναγκάσει να επισκεφθεί ψυχίατρο και μετά τον αποκλήρωσαν. Τους αψήφησε συμμετέχοντας στις διαδηλώσεις του Μάη του 1968 με την «ομοφυλοφιλική συνιστώσα», όπως θα έλεγε ο ίδιος χρόνια αργότερα. Ηταν αριστερός τότε, μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος τη δεκαετία του 1970 και τη δεκαετία του 1980, ψήφισε Φρανσουά Μιτεράν στις προεδρικές εκλογές του 1981. Αλλά όλα αυτά ήταν πριν μετακομίσει σε ένα (πραγματικό) φρούριο.
Το 1992, χρησιμοποιώντας τα χρήματα από την πώληση του διαμερίσματός του στο Παρίσι, ο Καμί αγόρασε και άρχισε να ανακαινίζει ένα κάστρο του 14ου αιώνα στο Πλιέ, ένα χωριό στην Οξιτανία. Σε αυτό το μεσαιωνικό κάστρο που διακόσμησε με ψηλές βιβλιοθήκες και αφρικανικές μάσκες, μακριά από τη φασαρία και την πολυκοσμία της πόλης, ήταν που μεταμορφώθηκε, από έναν αριστερό καλλιτέχνη με πλούσια κόμη σε έναν ακροδεξιό ιδεολόγο με κοστούμι τριών τεμαχίων. Εφταιξε, υποτίθεται, κάτι που είδε το 1996: μερικές γυναίκες με μουσουλμανικές μαντίλες γύρω από ένα σιντριβάνι σε ένα ιστορικό γαλλικό χωριό, εκεί κοντά. Σε μια άλλη εκδοχή της ιστορίας, βέβαια, είπε ότι πέρασε από πολλά σπίτια στο χωριό και είδε μαντιλοφορούσες μέσα από τα παράθυρα. Μικρή σημασία έχει: αυτή ήταν η επιφοίτηση για να αναπτύξει, ειδικά στο βιβλίο με το ίδιο όνομα που κυκλοφόρησε το 2011, τη θεωρία της «Μεγάλης Αντικατάστασης», που λέει ότι μια αριστερή ελίτ συνωμοτεί κατά του λευκού πληθυσμού της Ευρώπης ώστε να αντικατασταθεί από μη ευρωπαίους αλλόθρησκους.
Στην ψηφιακή εποχή που ζούμε, η θεωρία αυτή έχει φυσικά παγκοσμιοποιηθεί και ριζοσπαστικοποιηθεί, εμπνέοντας πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις, από εκείνη του 2019 σε δύο τεμένη της Νέας Ζηλανδίας μέχρι τις επιθέσεις σε μια συναγωγή της Πενσιλβάνια, ένα σουπερμάρκετ του Τέξας και ένα μπακάλικο της Νέας Υόρκης, το 2018, το 2019 και το 2022 αντίστοιχα. Ο ίδιος ο Ρενό Καμί έχει αποκηρύξει επανειλημμένως τη βία, έχει εντούτοις καταδικαστεί δις για υποκίνηση φυλετικού μίσους. Η συνωμοσιολογική θεωρία της Μεγάλης Αντικατάστασης θεωρείται, σε κάθε περίπτωση, σήμα κατατεθέν της Ακροδεξιάς. Την έχουν στηρίξει κατά καιρούς και ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Ιλον Μασκ και ο Βίκτορ Ορμπαν και η Τζόρτζια Μελόνι. Τη διαφήμισε μόλις το Σάββατο ο Ερίκ Ζεμούρ, ως προσκεκλημένος ομιλητής στην ακροδεξιά διαδήλωση στο Λονδίνο. Την έχει στηρίξει ανοιχτά και ο Ζορντάν Μπαρντελά – η Μαρίν Λεπέν το έχει ευφυώς αποφύγει. Ανοιχτά την προωθούσε και ο δολοφονημένος Τσάρλι Κερκ: «Η στρατηγική της μεγάλης αντικατάστασης, η οποία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη κάθε μέρα στα νότια σύνορά μας, είναι μια στρατηγική που αποσκοπεί στην αντικατάσταση της λευκής αγροτικής Αμερικής με κάτι διαφορετικό» είχε πει τον Μάρτιο του 2024 στο Charlie Kirk Show.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος, όμως, θα δυσκολευτούν να πουν ποιος έκανε το μεγαλύτερο κακό στη φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία του 21ου αιώνα: ο Καμί με τη θεωρία του, αυτοί που την έκαναν ανοιχτά σημαία τους ή εκείνοι, από υπουργούς μέχρι απλούς χρήστες των σόσιαλ μίντια, που κανονικοποιούν την ακροδεξιά ρητορική προσπαθώντας να μας πείσουν, με αφορμή ένα έγκλημα, ότι δεν είναι ακροδεξιά αλλά mainstream και κοινή λογική και ότι όποιος διαφωνεί είναι συνωμότης;







