Σύμπτωση ή μη, την ημέρα της βύθισης της Γαλλίας στα τάρταρα, δηλαδή την ώρα της πλήρους αδυναμίας της, άρα της μεγιστοποίησης της ισχύος του Βερολίνου, ήταν που διάλεξε ο καγκελάριος της Γερμανίας Μερτς για να σαλπίσει το τέλος του ευρωατλαντικού δεσμού: «Η Ευρώπη πρέπει να επανεκτιμήσει τα συμφέροντά της και να επιδιώξει πιο επιθετικά νέες εταιρικές σχέσεις ανά τον κόσμο, καθώς η σχέση της με τις ΗΠΑ αλλάζει» είπε μιλώντας στην ετήσια Σύνοδο των Πρέσβεων της χώρας του στο Βερολίνο. «Στην Ευρώπη πρέπει να αναπροσαρμόσουμε τα συμφέροντά μας χωρίς ψευτονοσταλγίες. Οι ΗΠΑ παραμένουν σημαντικός εταίρος όμως η σχέση των δύο πλευρών έχει καταστεί λιγότερο αυτονόητη και θα εξαρτάται από την ισχύ των ΗΠΑ. Εμείς πρέπει να συνάψουμε νέες εταιρικές σχέσεις ανά τον κόσμο και να διευρύνουμε και να ενισχύσουμε ήδη υπάρχουσες ακόμη πιο επιθετικά από έως τώρα». Ο Μερτς είπε ακόμα ότι «τα ιμπεριαλιστικά σχέδια του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν θα σταματήσουν στην κατάκτηση της Ουκρανίας, μα αντιθέτως από εκεί ξεκινούν».
Δεν είπε όμως τι σημαίνουν όλα αυτά: λ.χ. σε ποιες συμφωνίες αναφέρεται; Στην Κίνα; Γιατί προδήλως αυτήν εννοεί και όχι μόνον. Δεν είπε επίσης γιατί η ΕΕ συνεχίζει να αγοράζει τεράστιες ποσότητες ενέργειας από τη Ρωσία ακόμα και σήμερα ενώ πιστεύει τα παραπάνω. Ούτε πώς φαντάζεται ότι μπορεί να επιβιώσει η Ευρώπη χωρίς την αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας έναντι της Ρωσίας αν πράγματι αυτά είναι τα σχέδιά της – γιατί αυτό είναι αδύνατον. Και βεβαίως δεν είπε επίσης ποιον άλλον ρώτησε για όλα όσα εκτοξεύει στο όνομα της «Ευρώπης», ειδικά αυτή την ημέρα – σύμβολο πτώσης της Γαλλίας και της έναρξης μιας περιόδου τρομερής αβεβαιότητας που ουδείς γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί.
Δηλαδή, ο Μερτς δεν είπε φυσικά την αλήθεια: ότι μιλάει εξ ονόματος όχι της Ευρώπης, της οποίας κατ’ ουσίαν σάλπισε το τέλος την ώρα της πτώσης της Γαλλίας, αλλά εξ ονόματος μιας Γερμανικής Ευρώπης, την οποία εξακολουθεί και οραματίζεται πάνω και πέρα από οτιδήποτε άλλο πάντοτε το Βερολίνο. Και που με μέγιστη αφέλεια θεωρεί ότι τώρα μπορεί να βασίσει σε μία επαναστοχευμένη πραγματικότητα, εκμεταλλευόμενος τέσσερις νέους, πρόσθετους άξονες: τη διάσταση με τις ΗΠΑ, την αμφιλεγόμενη όχι ξεκάθαρη σχέση με τη Ρωσία, τη γονατισμένη Γαλλία και την άρση των παλαιών επιφυλάξεων και ανησυχιών ως προς την εικόνα μιας Γερμανίας σε ρόλο νέας υπερδύναμης με δεδομένο ήδη τον ζωτικό της χώρο: την ΕΕ και, ιδίως, την ευρωζώνη και με άμεσο μεγάλης κλίμακας γερμανικό εθνικό – και ασφαλώς όχι ευρωπαϊκό – στρατιωτικό επανεξοπλισμό.
Με δύο λόγια, σε όλα αυτά, η Γερμανία βρήκε την ευκαιρία που περίμενε για να επανέλθει ακόμα πιο επιθετικά πλέον στο εθνικιστικό όραμά της που είχε κάπως υποχωρήσει το τελευταίο διάστημα λόγω της κρίσης στην οικονομία της εξαιτίας κυρίως της αύξησης του ενεργειακού κόστους εξαιτίας του πολέμου, αλλά και του σκληρού ανταγωνισμού από την Κίνα στους πιο προνομιακούς της τομείς, όπως την αυτοκινητοβιομηχανία. Όραμα που στην πραγματικότητα, ουδέποτε εγκατέλειψε: την πλήρη ηγεμονία επί της Ευρώπης. Και που τώρα βρίσκει το παράθυρο ευκαιρίας να επαναφέρει με πολύ πιο επιθετικό πλέον τρόπο – αλλά, ταυτόχρονα και με την καταστρεπτική ανοησία που εμπεριέχει η έπαρσή της.
Σα να μην αρκούσαν λοιπόν όλες οι δραματικές περιστάσεις, η Γερμανία φροντίζει να οικοδομήσει πολύ χειρότερες επιπτώσεις για το κοντινό μάλιστα μέλλον, ακριβώς επειδή προσπαθεί να εκμεταλλευτεί εθνικιστικά τα αδιέξοδα, αντί να συμβάλλει να θεραπευθούν «ευρωπαϊκά». Και, βέβαια, ουδείς είναι σε θέση ούτε καν να σκεφτεί να της το πει ευθέως. Πολύ περισσότερο, δε, να επιχειρήσει να σταματήσει τη νέα ηγεμονική εκστρατεία της. Που θα διαλύσει τελικά την Ευρώπη.







