Η εκρηκτική κατάσταση στη γαλλική οικονομία το τελευταίο διάστημα ξυπνά μνήμες του προ δεκαπενταετίας ελληνικού δράματος χρεοκοπίας. Ο πρωθυπουργός Μπαϊρού ζητεί ψήφο εμπιστοσύνης στις 8/9 για την κυβέρνησή του και έγκριση ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων για τη μείωση του ελλείμματος, που σήμερα βρίσκεται στο 5,8%. Ο Μπαϊρού απείλησε με προσφυγή στο ΔΝΤ ως έσχατη επιλογή δανεισμού, κάνοντας εμμέσως αναφορές σε μια ακόμα κρίση χρέους εντός ΕΕ «à la ελληνικά».

Δύο είναι τα σημεία στα οποία πρέπει να σταθεί κανείς. Το πρώτο είναι κοινό με ό,τι συνέβη στην Ελλάδα το 2010 και αφορά την έλλειψη πολιτικής συναίνεσης, καθώς κανένα κόμμα στη Γαλλία δεν φαίνεται διατεθειμένο να συμβάλει ώστε να κερδηθεί η ψήφος εμπιστοσύνης. Η αλλαγή κυβέρνησης τροφοδοτεί εκ νέου το σπιράλ αβεβαιότητας, επιφέροντας περαιτέρω αύξηση στο κόστος δανεισμού κατά την έκδοση – κυρίως – βραχυχρόνιων γαλλικών ομολόγων, κάτι που συνεπάγεται και αύξηση του χρέους. Παρόμοιο σκηνικό υπήρξε και στην Ελλάδα το 2010, όπου η έλλειψη πολιτικής στήριξης στην κυβέρνηση Παπανδρέου στην πρώτη φάση της κρίσης δεν βοήθησε να αποφευχθούν τα χειρότερα.

Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με το ότι οι αριθμοί στη Γαλλία δεν είναι τόσο «άσχημοι» όσο ήταν στην Ελλάδα το 2010. Το γαλλικό δημόσιο έλλειμμα στο 5,8% είναι πολύ χαμηλότερο από το ελληνικό 15,6% του 2010. Με τα σχετικά ήπια προτεινόμενα μέτρα προσαρμογής (πάγωμα συντάξεων και προσλήψεων στο Δημόσιο, κατάργηση δύο αργιών) η Γαλλία θα μπορούσε να βρεθεί εντός των κριτηρίων του Μάαστριχτ, με έλλειμμα κάτω του 3% έως το τέλος του 2028. Άν η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει το έλλειμμα κατά έξι μονάδες – στο 9% – έως το τέλος του 2011, η Γαλλία, με σαφώς καλύτερες αναπτυξιακές προοπτικές (πρόβλεψη για ανάπτυξη 1% το 2026), θα μπορούσε να το επιτύχει με λιγότερο κοινωνικά επώδυνο τρόπο.

Παρά ταύτα, υπάρχει ένα νέο «αγκάθι» που δυσκολεύει τη διαχείριση κρίσης χρέους σε κράτος-μέλος της ΕΕ. Οι αγορές ανησυχούν λιγότερο για το απόλυτο μέγεθος του χρέους προς ΑΕΠ (113%) ή για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που προτείνει η γαλλική κυβέρνηση και περισσότερο για το αν η τρέχουσα γεωπολιτική συγκυρία θα της επιτρέψει να εφαρμόσει την απαιτούμενη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Γαλλία από το 2022 αποτελεί έναν από τους βασικούς χρηματοδότες του πολέμου στην Ουκρανία. Οι γαλλικές αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 16% στη διάρκεια του ρωσο-ουκρανικού πολέμου (από 53,9 δισ. το 2022 στα 66,64 δισ. το 2025). Περαιτέρω συνέχιση του πολέμου ή μια συνθήκη ειρήνης που θα συνοδευτεί από υπέρογκες αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες δυσχεραίνουν αφάνταστα κάθε προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής.

Συνεπώς, η εξομάλυνση των γαλλικών δημοσιονομικών εξαρτάται κυρίως από τις γεωστρατηγικές εξελίξεις και λιγότερο από τις περικοπές.

* Ο Γιάννης Θ. Μπουρνάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών, Skema Business School, France