Οταν γεννιόμαστε, τα μαλλιά μας είναι πλούσια σε όγκο και σε χρώμα – κατάμαυρα, κατάξανθα, κατακόκκινα κ.ο.κ. Ομως, αλήθεια, γιατί με την πάροδο του χρόνου αρχίζουν να αυξάνονται οι γκρίζες τρίχες; Και γιατί για ορισμένους αυτή η αλλαγή μπορεί να καθυστερήσει, συγκριτικά με άλλους, ή ακόμη και να ανατραπεί;

Μια φυσική χρωστική ουσία που ονομάζεται μελανίνη καθορίζει το χρώμα των μαλλιών μας. Οι διαφορετικοί συνδυασμοί της μπορούν να δώσουν αποχρώσεις του μαύρου, καστανού, ξανθού ή κόκκινου. «Η ποσότητα και ο συνδυασμός της μελανίνης καθορίζουν το χρώμα των μαλλιών», εξηγεί η δερματολόγος της παγκοσμίου φήμης κλινικής Cleveland, Dr Wilma Bergfeld. «Είναι σαν την ανάμειξη χρωμάτων στη ζωγραφική», συμπληρώνει.

Καθώς όμως μεγαλώνουμε, τα κύτταρα των τριχοθυλακίων, που ονομάζονται μελανοκύτταρα, παράγουν λιγότερη μελανίνη. Αυτό μπορεί να συμβεί επειδή τα κύτταρα που παράγουν χρώμα φθείρονται, καταστρέφονται ή χάνουν τα συστήματα υποστήριξής τους στο σώμα.

Οποια κι αν είναι η αιτία, η μείωση της μελανίνης… ξεθωριάζει το χρώμα των μαλλιών με αποτέλεσμα να αποκτούν σταδιακά τη γνώριμη γκρι απόχρωση. Τα λευκά μαλλιά, πάλι, είναι ένδειξη πολύ μικρής ή καθόλου παραγωγής μελανίνης.

Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για εξαίρεση αλλά για τον κανόνα. Ερευνες δείχνουν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να βλέπουν γκρίζες τρίχες στα 30 ή 40 τους χρόνια, αν και η χρονική στιγμή διαφέρει από άτομο σε άτομο. Μία ακόμη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι οι λευκοί άνθρωποι συνήθως γκριζάρουν νωρίτερα από τους ισπανόφωνους, τους Ασιάτες ή τα άτομα αφρικανικής καταγωγής.

Οι αιτίες

Η γήρανση δεν είναι ο μόνος λόγος που μπορεί να κάνει τα μαλλιά να γκριζάρουν, διευκρινίζει η Dr. Bergfeld. Ατομα νεότερης ηλικίας μπορεί να δουν «ασημένιες» τούφες στα μαλλιά τους για τους εξής λόγους:

– Αγχος: Υπάρχουν ενδείξεις ότι το στρες μπορεί να μειώσει τα κύτταρα που παράγουν μελανίνη στα μαλλιά και να προκαλέσει πρόωρο γκριζάρισμα. Το φαινόμενο συνδέεται με τη νοραδρεναλίνη που παράγεται στο πλαίσιο της φυσικής αντίδρασης του σώματος «μάχη ή φυγή» σε αγχωτικές καταστάσεις.

– Κληρονομικότητα: Μελέτη σε άτομα με πρόωρο γκριζάρισμα έδειξε ότι σχεδόν το 40% είχε οικογενειακό ιστορικό.

– Κάπνισμα: Η βλαβερή αυτή συνήθεια συμβάλλει στον αποχρωματισμό των μαλλιών. Ειδικότερα μελέτες καταλήγουν ότι μπορεί να πυροδοτήσει το πρόωρο γκριζάρισμα, πιθανότατα λόγω χημικών αλλαγών που βλάπτουν τα κύτταρα παραγωγής μελανίνης.

– Διατροφικές ελλείψεις: Ερευνες δείχνουν ότι χαμηλά επίπεδα βιταμίνης Β12 και σιδήρου συνδέονται με πρόωρο γκριζάρισμα. Και τα δύο αυτά θρεπτικά στοιχεία παίζουν ρόλο στην υγεία των μαλλιών.

– Αυτοάνοσα νοσήματα: Καταστάσεις όπως η αλωπεκία και η λεύκη μπορεί να οδηγήσουν σε γκρι ή λευκά μαλλιά, καθώς το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα κύτταρα που παράγουν μελανίνη.

Υπάρχει λύση;

Οταν ξεκινήσει η διαδικασία του γκριζαρίσματος είναι αδύνατον να δούμε το φυσικό μας χρώμα να επιστρέφει από μόνο του. Η αιτία είναι απλή: Οταν τα κύτταρα σταματήσουν να παράγουν μελανίνη, συνήθως δεν επανεκκινούν την παραγωγή της. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις αλλαγές χρώματος που σχετίζονται με την ηλικία. Με λίγα λόγια και όπως τονίζει η ειδικός «δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω».

Εντούτοις, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορεί να μας βοηθήσουν να επιβραδύνουμε τον πολλαπλασιασμό  των γκρίζων τριχών, υπό την προϋπόθεση ότι τα… ασημένια μαλλιά σχετίζονται με παράγοντες που όντως μπορούμε να ελέγξουμε, όπως το άγχος, οι διατροφικές ελλείψεις και το κάπνισμα. Αν συνεπώς καταφέρει κάποιος να λάβει δραστικά μέτρα, τότε είναι πιθανό να καταφέρει να διατηρήσει περισσότερο το φυσικό του χρώμα. Ωστόσο, «ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ωφελεί να περιμένουμε ότι τα γκρίζα μαλλιά θα επανέλθουν στην προηγούμενη απόχρωσή τους», τονίζει η Dr. Bergfeld. Από την άλλη και όπως προσθέτει με νόημα «η φυσική όψη των γκρίζων μαλλιών είναι τάση στις μέρες μας. Αν όμως πάλι κάποιος δεν θέλει να τις βλέπει στον καθρέφτη, η βαφή μαλλιών προσφέρει ένα “ουράνιο τόξο” επιλογών για να χρωματίσεις κάθε του τρίχα».