Στα ράφια των δισκοπωλείων και των μεγάλων πολυκαταστημάτων, ανάμεσα σε βινύλια και CD, αρχίζει δειλά δειλά να ξεπροβάλλει ξανά ένα τετράγωνο πλαστικό αντικείμενο, με τις δύο χαρακτηριστικές τρύπες στη μέση του σαν γρανάζια και μια ταινία να διαπερνά την κορυφή του. Είναι η κασέτα, ένα άγνωστο αντικείμενο για πολλούς, κάτι σαν απολίθωμα μιας περασμένης εποχής της μουσικής ή ένα συλλεκτικό προϊόν για άλλους που κουβαλάει στη ράχη της μεγάλη νοσταλγία.
Σε όποια από τις δύο κατηγορίες κι αν ανήκει η Τέιλορ Σουίφτ, η τραγουδίστρια ανακοίνωσε ότι το καινούργιο της άλμπουμ «Life of a showgirl» το οποίο θα κυκλοφορήσει τον προσεχή Οκτώβριο, εκτός από τις πλατφόρμες streaming και τα βινύλια, θα είναι επίσης διαθέσιμο σε κασέτες, δείχνοντας με αυτήν της την απόφαση πως καμιά φορά το μέλλον της μουσικής χρειάζεται να ξαναπεράσει από το παρελθόν της.

Οι κασέτες μεσουράνησαν τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, αντικαθιστώντας τα βινύλια ως το κυρίαρχο μέσον κατανάλωσης μουσικής. Ωστόσο, η έλευση του 21ου αιώνα έφερε μαζί της και τα CD, σπρώχνοντας σταδιακά τα μικρά αυτά πλαστικά κουτάκια στην απόσυρσή τους. Οι κασέτες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σήμερα ως ο προπάππους του Spotify, που αν και είναι ταλαιπωρημένος από τη ζωή, είναι ακόμα… κοτσονάτος. Αν και σίγουρα έχει περάσει καιρός από τότε που ο μέσος ακροατής γύριζε με το μολύβι την κασέτα ώστε να φτάσει στο τραγούδι που ήθελε, η τάση της επιστροφής σε αυτό το είδος μεγαλώνει τα τελευταία 10–15 χρόνια.
Η αναβίωσή τους ξεκίνησε από μικρές δισκογραφικές εταιρείες και εναλλακτικούς καλλιτέχνες και σταδιακά επεκτάθηκε σε πιο mainstream ονόματα όπως η Τέιλορ Σουίφτ. Πλέον, δεν είναι σπάνιο για τις εταιρείες να τις πωλούν παράλληλα με βινύλια και CD.
Το 2023 στις Ηνωμένες Πολιτείες πουλήθηκαν 436.000 τεμάχια, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Luminate, εταιρείας που συγκεντρώνει δεδομένα από τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας. Αν και το νούμερο απέχει πολύ από τα 440 εκατομμύρια που πουλήθηκαν τη δεκαετία του 1980, αποτελεί μια σημαντική αύξηση σε σχέση με τις 80.720 που άλλαξαν χέρια το 2015. Η μέση τιμή τους υπολογίζεται μεταξύ 15 και 25 ευρώ, γεγονός που τις καθιστά εξαιρετικά πιο φτηνές σε σχέση με τα βινύλια τα οποία κοστίζουν από 25 ευρώ και πάνω κι άρα πιο ελκυστικές στα μάτια των συλλεκτών ή των φίλων της μουσικής. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για το κόστος της παραγωγής αφού εκεί, κυρίως για τους καλλιτέχνες που χρηματοδοτούν οι ίδιοι την κυκλοφορία τους ή στηρίζονται σε μικρές ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες, τα έξοδα είναι λιγότερα από τη χρήση του βινυλίου. Επίσης, ρόλο στην αναβίωσή τους παίζει και το ίδιο το μέγεθός τους, αφού είναι μικρό και άρα βολικό για τη μεταφορά τους.
Και πού τις ακούμε;
Πού όμως μπορεί κανείς να τις ακούσει; Η πιο προφανής απάντηση είναι στα παλιά στερεοφωνικά, αν λειτουργούν, που ίσως έχουν μείνει σε κάποιο ντουλάπι του σπιτιού. Ισως και σε κανένα ξεχασμένο κασετόφωνο στο αυτοκίνητο. Για εκείνους, όμως, που θέλουν να έχουν μια ψηφιακή εμπειρία ακρόασης μεν, αλλά ενός αναλογικού μέσου δε, διατίθενται πλέον στην αγορά φορητά κασετόφωνα με ρετρό αισθητική αλλά σύγχρονες δυνατότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι της ιαπωνικής εταιρείας Maxell που εκτός από τα παραδοσιακά κουμπιά της αναπαραγωγής, της παύσης, της γρήγορης προώθησης και της επαναφοράς, είναι επίσης εφοδιασμένα με USB, φορτίζονται στην πρίζα, συνδέονται με ασύρματα ακουστικά και υποστηρίζουν στερεοφωνική αναπαραγωγή ήχου. Υιοθετώντας την εμφάνιση ενός new age Walkman κι άλλες εταιρείες έχουν προχωρήσει στην ανάπτυξη αντίστοιχων συσκευών όπως η παρισινή start up We Are Rewind, που συγκέντρωσε κεφάλαια μέσω του Kickstarter το 2020 για να φτιάξει μοντέλα με έμπνευση από το κασετόφωνο των ταινιών «Guardians of the Galaxy» ή της επιτυχημένης σειράς του Netflix «Stranger things». Αν και η τιμή πώλησης είναι τσουχτερή, γύρω στα 150 ευρώ, το 2023 πούλησε 20.000 κομμάτια.
Ρόλο-κλειδί για την εξάπλωση των κασετών φαίνεται πως παίζουν οι «σούπερ φαν» των καλλιτεχνών, διατεθειμένοι να αγοράσουν τις κυκλοφορίες του αγαπημένου τους τραγουδιστή σε διαφορετικά μέσα. Αυτούς στοχεύουν οι δισκογραφικές εταιρείες κυκλοφορώντας σε κασέτα μουσικές διαφορετικών ειδών. Η βασίλισσα της κασέτας είναι η Τέιλορ Σουίφτ, με τις επανεκδόσεις των άλμπουμ της «1989» και «Speak now» να πωλούν σύμφωνα με το Billboard 17.500 και 11.500 αντίτυπα αντίστοιχα, ενώ το πρόσφατο «The tortured poets department» έφτασε τις 23.000 και ανακηρύχθηκε η κασέτα της χρονιάς με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην Αμερική. Αλλοι τραγουδιστές που έχουν λανσάρει πολλούς δίσκους τους σε κασέτες είναι επίσης τα αστέρια της ποπ Μπίλι Αϊλις, Charli XCX, Σαμπρίνα Κάρπεντερ και Σον Μέντες, ο ίντι Kim Deal, ο ράπερ Denzel Curry και το μέταλ συγκρότημα Darkthrone.
Απόστολος Κίτσος
τραγουδοποιός
«Μια άλλη σύνδεση με τη μουσική»
Ανήκω στη γενιά των millennials που μεγάλωσαν με την κασέτα. Τα πρώτα μου μουσικά ακούσματα ήταν από τις κασέτες στο αυτοκίνητο που είχαν οι γονείς μου, σε μια ρομαντική πλέον περίοδο στην οποία δεν υπήρχε το Ίντερνετ ή το Spotify. Θυμάμαι πως όταν ήθελα ένα τραγούδι, περίμενα να πατήσω το rec στο κασετόφωνο για να το γράψω από το ραδιόφωνο. Αυτό είχε μία άλλη σύνδεση με τη μουσική, μια διαφορετική εμπλοκή γιατί έδινες χρόνο στα πράγματα. Τώρα με το Διαδίκτυο, όπως σκρολάρουμε τα πάντα, έτσι κάνουμε και στη μουσική, οπότε πολλά πράγματα χάνονται γιατί δεν δίνουμε τον απαραίτητο χρόνο.
Η επιστροφή της κασέτας ίσως είναι μια ενδιαφέρουσα τάση. Ίσως είναι μια απάντηση στη διάσπαση προσοχής που έχουν οι καινούργιες γενιές κι έχουμε αποκτήσει κι εμείς. Συμβαίνουν αρρύθμιστα πράγματα με την εξέλιξη του Διαδικτύου κι εμάς μας έχει «φάει» το TikTok, δεν μπορούμε να σταθούμε σε ένα πράγμα πάνω από 10 δευτερόλεπτα. Αυτό δεν γίνεται να μείνει. Θα είναι πολύ σκοτεινό αν η ανθρωπότητα περάσει σε μια τέτοια σχέση με την τέχνη και την πνευματικότητα. Οπότε το να δένεται κανείς με ένα πράγμα υλικό όπως η κασέτα ίσως να επαναφέρει μια σχέση με τη μουσική πιο βαθιά και πιο ουσιαστική. Mε την κασέτα στα χέρια, παίρνεις όλη την πληροφορία. Βλέπεις το εικαστικό κομμάτι, διαβάζεις τους στίχους, βλέπεις τους συντελεστές. Δένεσαι, δηλαδή, αλλιώς με τα πράγματα. Κι αυτό είναι κάτι που μου έχει λείψει πάρα πολύ και ως ακροατή γιατί πια δεν αγοράζω όπως παλιά τα CD.
Σκέφτομαι ότι το ξαφνικό ενδιαφέρον της Generation Z για την κασέτα ίσως να έχει μια αναλογία με τη δική μου επιστροφή στα βινύλια που ήταν πάλι κάτι των προηγούμενων γενιών. Βέβαια, δεν θεωρώ ότι έτσι θα λυθεί το πρόβλημα της διανομής της μουσικής σήμερα και της σχέσης που έχουμε μαζί της. Το ρετρό, όπως αντιμετωπίζουν την κασέτα, έχει πάντα μια γοητεία. Ηταν κρίμα που αυτή χάθηκε μέσα στην πορεία της Ιστορίας, οπότε το ρετρό κάπως την επαναφέρει. Από την άλλη, αυτό κρύβει και τον κίνδυνο μιας παρελθοντολαγνείας, αλλά νομίζω ότι αν κάτι επιστρέφει ως ρετρό, είναι γιατί κάπως κρίνεται αναγκαίο να υπάρχει. Αλλωστε, βάσει της εξέλιξης, ό,τι δεν μπορεί να είναι χρήσιμο, δεν επιβιώνει. Μακάρι να γυρίσει για τα καλά η κασέτα και να εκπαιδεύσει τις επόμενες γενιές μ’ έναν άλλο τρόπο συσχετισμού με τη μουσική.
Μαρία Παπαγεωργίου
τραγουδοποιός
«Η νοσταλγία που η εποχή μας έχει ανάγκη»
Η επιστροφή στην κασέτα είναι μια τάση που υπάρχει στη δισκογραφία τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου. Προσωπικά κάνω πλέον μόνο κασέτες και βινύλια. Κυκλοφόρησα μια συλλεκτική κασέτα πριν από 3-4 χρόνια με ζωντανές ηχογραφήσεις από τις εμφανίσεις μου στον Σταυρό του Νότου. Όλοι εμείς που επιλέγουμε αυτό τον δρόμο, αντιλαμβανόμαστε ότι όταν ο άλλος θα καταναλώσει λεφτά για να αγοράσει ένα φυσικό προϊόν, πρέπει αυτό να έχει μια συλλεκτική αξία. Δεν θα το αγοράσει απαραίτητα για να το αναπαραγάγει στο κασετόφωνο. Κι αν θα το κάνει, θα το κάνει ιεροτελεστικά. Θα ανοίξει την κασέτα, θα την ξεδιπλώσει, θα τη βάλει μπρος – πίσω στο rewind, θα ακούγεται παραμορφωμένος ο ήχος, μπορεί να κολλήσει κιόλας, και θα δημιουργήσει ένα βίωμα, μια νοσταλγία που η εποχή μας την έχει πολλή ανάγκη. Οπότε ουσιαστικά όταν παράγουμε merch, αυτό έχει να κάνει με το πώς θα έρθουμε σε πιο στενή επαφή με τον ακροατή εκείνη την ώρα, δίνοντάς του κάτι δικό μας χειροποίητο. Η κασέτα λοιπόν έχει αυτό το χειροποίητο ακόμα, γι’ αυτό επιστρέφει. Νομίζω ότι η βασική ανάγκη δεν είναι ν’ ακούσεις σε αυτήν έναν καινούργιο δίσκο αλλά να δημιουργήσεις μια ιδιαίτερη σχέση με τον ακροατή ή τον καλλιτέχνη και μια ελάχιστη πιθανότητα ιδιαίτερης βιωματικής στιγμής, όταν θα μοιραστείς αυτό το άκουσμα με μια παρέα σε μια συνθήκη συγκεκριμένη.
Η Generation Z που ανακαλύπτει τώρα την κασέτα, επειδή είναι μια γενιά αποστασιοποιημένη από το συναίσθημα κι από την τελετουργική πράξη οποιουδήποτε πράγματος, νιώθει μια αμηχανία. Αυτήν προσπαθεί να καλύψει τώρα από σπασμωδικές κινήσεις για να επανασυνδεθούν με τον συνάνθρωπο και το συναίσθημά τους. Η μουσική είναι από τις πιο σημαντικές και πιο άμεσες τέχνες για να το πετύχουν. Οπότε μετά την εποχή του CD όπου παίρναμε κάτι φτηνό, το γρατζουνάγαμε, το πετάγαμε, το αντιγράφαμε, ξαναέρχεται μια άνοδος σε κάτι πιο ποιοτικό.
Αυτή τη στιγμή δυνητικά μπορείς να έχεις την πιο τέλεια ανάλυση ήχου μέσω του Spotify, για παράδειγμα, και να έχεις ένα πολύ καλό ηχοσύστημα. Όμως πόσες φορές κάνεις μια ακρόαση σοβαρή χωρίς να σταματήσει επειδή χτυπάει το κινητό σου; Πλέον δεν υπάρχει υπομονή ούτε χρόνος για να αφομοιώσουμε, να απολαύσουμε κάτι σε βάθος και να το νιώσουμε, να το βιώσουμε. Δεν υπάρχουν δραστηριότητες οι οποίες παίρνουν το δικό τους τέμπο και είναι ξεχωριστές μεταξύ τους. Γι’ αυτό και οι κασέτες λειτουργούν σαν πολαρόιντ, σαν κινήσεις που έχουμε ανάγκη. Αγοράζοντας μια κασέτα είναι σαν να σου ζητάνε να κάνεις μια παύση σ’ έναν αναλογικό κόσμο, ο οποίος με τα καλά και τα στραβά του είχε κάτι λειτουργικό μέσα μας. Κι ο ήχος της, με την κάθε ατέλεια και «λάθος» του, δημιουργούσε μια συμπάθεια στα αφτιά μας. Αλλωστε, η τελειότητα ψυχοακουστικά δεν είναι κάτι που μας αφορά. Αυτό που μας συγκινεί είναι κάτι που δεν μπορείς να ορίσεις θεωρητικά αλλά ενεργοποιεί το ένστικτο του ανθρώπου.







