Η Εύα Μπαλαταζάρ αποτελεί μία από τις σταθερά ανερχόμενες φωνές της ισπανικής λογοτεχνίας. Γέννημα θρέμμα της Καταλωνίας, η Μπαλταζάρ γεννήθηκε το 1978 στη Βαρκελώνη και ξεκίνησε την καριέρα της στη γραφή ως ποιήτρια. Μια ποίηση που ξεχώρισε για το τολμηρό της ύφος. Ύστερα από έντεκα συλλογές σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, στρέφεται στην πεζογραφία. Το πρώτο της μυθιστόρημα έχει τίτλο «Πέρμαφροστ» (μτφ. Ευρυβιάδης Σοφός, Πατάκης), για να ακολουθήσει το «Μπόουλντερ» (μτφ. Ευρυβιάδης Σοφός, Πατάκης), το οποίο μεταφράστηκε σε πάνω από δέκα γλώσσες, ψηφίστηκε ως το καλύτερο μυθιστόρημα για την καταλανική γλώσσα το 2020, ενώ η αγγλική του έκδοση συμμετείχε στο Διεθνές Βραβείο Μπούκερ το 2023.
Βασικές ηρωίδες των πεζογραφικών έργων της Μπαλταζάρ είναι μοναχικές ομοφυλόφιλες γυναίκες κοντά στην ηλικία της συγγραφέως, που προσπαθούν να κατακτήσουν τη ζωή με όσο πάθος μπορούν να αντλήσουν από τις χαίνουσες πληγές τους. Οι οποίες προέρχονται από τα αδιέξοδα των σχέσεων με τους άλλους και από την αποσύνδεση με τον εαυτό. Στο «Πέρμαφροστ» η πρωταγωνίστρια περιβάλλεται από ένα παγωμένο στρώμα που την απομονώνει από το επιθετικό εξωτερικό περιβάλλον και από τον αυτοκαταστροφικό εαυτό της. Στο «Μπόουλντερ» παρακολουθούμε την αγωνιώδη συμβίωση δύο γυναικών – από διαφορετικές καταγωγές και ψυχοσυνθέσεις – όσον αφορά τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την εγκυμοσύνη. Οι αιχμηροί χαρακτήρες της Μπαλταζάρ, που φανερώνουν τα ελλείμματά τους, ενώ παραμένουν ζωντανοί στο παιχνίδι της ανανέωσης της ύπαρξής τους, κάνουν τα βιβλία της να διαβάζονται μονορούφι.
Για εσάς τι σημαίνει και τι περικλείει η queer λογοτεχνία σήμερα;
Η queer λογοτεχνία είναι κάτι που δεν γνωρίζω. Οι συγγραφείς που διαβάζω εγώ είναι κατά κύριο λόγο νεκροί, επομένως μου είναι δύσκολο να σχολιάσω τη λογοτεχνία του σήμερα. Παρόλο που οι τρεις πρωταγωνίστριες στα τρία πρώτα μυθιστορήματά μου είναι λεσβίες, εγώ δεν έχω την αίσθηση ότι γράφω queer λογοτεχνία. Ο λεσβιασμός τους είναι απλώς ένα ακόμα χαρακτηριστικό τους· δεν αποτελεί το θέμα των μυθιστορημάτων. Τα μυθιστορήματά μου ασχολούνται με την έλλειψη βολέματος. Είναι χρήσιμο, και μερικές φορές ίσως και απαραίτητο, να κολλάμε ταμπέλες στη λογοτεχνία προκειμένου να μπορέσουμε να μιλήσουμε γι’ αυτήν, αλλά εγώ απλώς γράφω. Προσπαθώ να μιλάω λίγο.
Το πρώτο σας μυθιστόρημα στην ελληνική γλώσσα ονομαζόταν «Πέρμαφροστ». Ποια ερμηνεία δίνετε στον τίτλο και τι συμβολίζει για εσάς;
Να σας πω την αλήθεια το «Πέρμαφροστ» είναι μια μεταφορά της πρωταγωνίστριας. Μια ψυχική μετατόπιση που τη φέρνει στο σύμπαν της αλληγορίας. Στο μυαλό μου, είναι το όνομά της στην πραγματικότητα. Η πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα που περιβάλλεται από ένα μόνιμα παγωμένο στρώμα που την απομονώνει και ταυτόχρονα την προστατεύει από έναν εξωτερικό κόσμο που η ίδια αντιλαμβάνεται ως επιθετικό. Οι τίτλοι των τριών μυθιστορημάτων του τρίπτυχου – «Permafrost» (Πέρμαφροστ), «Boulder» (Μπόουλντερ) και «Mammoth» (αμετάφραστο ακόμα στην ελληνική γλώσσα) – αποτελούν μεταφορές των ηρωίδων μου.
Αναφέρετε σε μια παράγραφο του βιβλίου ότι «…ο ρόλος της λεσβίας ανταγωνίζεται μια σειρά από ταυτόχρονους γυναικείους ρόλους…». Μπορείτε να μας το εξηγήσετε περαιτέρω;
Σε αυτό το απόσπασμα, η πρωταγωνίστρια αναλογίζεται το πώς μας καθορίζουν εξ ολοκλήρου οι ρόλοι. Και υπάρχει ένα σχεδόν αμέτρητο πλήθος ρόλων και υποστάσεων που κουβαλάμε και που τελικά διαμορφώνουν την ταυτότητά μας. Το θέμα είναι ότι, ανάλογα με τη στιγμή (της ημέρας, της ζωής), ένας από αυτούς τους ρόλους μπορεί να ξεχωρίζει από τους άλλους. Υπάρχουν στιγμές που κάποια μπορεί να νιώθει πάνω απ’ όλα μητέρα ή φοιτήτρια ή λεσβία ή χασάπισσα ή φόνισσα ή οτιδήποτε άλλο. Το τι υπερισχύει κάθε φορά είναι σημαντικό να το ακούς.
Κάνετε λόγο για τα τρία είδη ψέματος και ότι αυτά είναι κυρίως φόβοι. Πώς η ζωή της ηρωίδας κυλά πάνω τους;
Το ψέμα, ξέρετε, χαρακτηρίζει τη μισή μας ζωή. Να μην πω και παραπάνω. Η πρωταγωνίστρια χρησιμοποιεί τα ψέματα για να ζήσει χωρίς να χρειάζεται να αντιμετωπίσει τους άλλους, για να περάσει απαρατήρητη και να υφάνει μια ζωή που την κάνει να νιώθει άνετα. Είναι προφανές ότι φοβάται να έρθει σε αντιπαράθεση, να πάρει θέση, αλλά υπάρχει και μια βαθιά υποκείμενη απογοήτευση, μια έντονη αίσθηση απόρριψης, μια γνώση ότι κανένα όφελος δεν πρόκειται να βγει από την αντιπαράθεση. Πολλές φορές, ξέρετε, οι πληγές μας είναι τόσο βαθιές που μας καίνε σαν έγκαυμα. Οπότε το να αποφύγουμε, είναι η λύση που θα μας σώσει πρόσκαιρα τη ζωή.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείτε είναι ποιητική και ταυτόχρονα πολύ σωματική και με μαύρο χιούμορ. Πείτε μας για το πώς φτάσατε σε αυτόν τον συνδυασμό.
Ζω όπως γράφω σε απόλυτο βαθμό. Υπάρχει αυτή η ποιητική πρόθεση, αυτό το βλέμμα, αυτή η σκέψη στον τρόπο που ζω. Και υπάρχει επίσης μια έντονη επίγνωση της χάρης που συνιστά το να κατοικώ σε ένα σώμα που μπορεί να βιωθεί από τη ζωή, από εμένα μονάχα. Καθώς και κάτι από αυτό το χιούμορ που λέτε, που παρηγορεί και με βοηθά να αντιμετωπίσω τη μεγάλη απογοήτευση για την κατεύθυνση που έχει πάρει ο κόσμος.
Στο «Μπόουλντερ» επικεντρώνεστε μεταξύ άλλων στη λεσβιακή μητρότητα. Ποια τα χαρακτηριστικά της και πώς το εκλαμβάνει η ηρωίδα (από την απόρριψη στην αποδοχή);
Εδώ η πρωταγωνίστρια βιώνει τη μητρότητα της συντρόφου της με διαρκή κατάπληξη – αρχικά περνά και από το κατώφλι της αποστροφής –, δίχως να συνειδητοποιεί ότι η ανάληψη μιας ανεπιθύμητης μητρότητας θα την αναγκάσει να αναδημιουργήσει τον εαυτό της ως μητέρα με κάποιο άλλο τρόπο. Η ομορφιά αυτού του χαρακτήρα έγκειται στο ότι βρίσκει μια δική της, ασυνήθιστη, εντελώς ελεύθερη και λειτουργική φόρμουλα μητρότητας, που καταφέρνει να χωρέσει τόσο τις ανάγκες της άλλης μητέρας όσο και αυτές της ίδιας της κόρης.
Η ηρωίδα κάπου λέει ότι «…νιώθει περίεργα επειδή δεν βρίσκω το πρόσωπό της…». Τι προσπαθεί να αποφύγει που το βρίσκει συνεχώς μπροστά της;
Δεν ξέρω, δεν μου το έχει αποκαλύψει η πρωταγωνίστρια. Ισως να μη βρω ποτέ την απάντηση. Ειδικά σε αυτό το μυθιστόρημα.
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν στις σχέσεις τους οι νέοι σήμερα;
Ενα από τα μεγαλύτερα ζητήματα είναι η έλλειψη αυθεντικότητας. Οι σχέσεις σήμερα μοιάζουν να είναι ολοένα και πιο κοντά σε αυτή την έλλειψη. Μια αυθεντική σχέση απαιτεί βαθιά αυτογνωσία και μια αληθινή σωματική και συναισθηματική εγγύτητα με το άλλο πρόσωπο.







