Δεν είχε τελειώσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος όταν η έναρξη του Τρίτου βρισκόταν ήδη στο προσκήνιο ως κίνδυνος μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων που είχαν αναδειχθεί στον κόσμο ολοκληρωτικά κυρίαρχες και, κυρίως, εξίσου μόνες, ανάμεσα σε χώρες είτε κατεστραμμένες, είτε γονατισμένες, σκιές απλώς της παλιάς τους ισχύος.

Το πεδίο της νέας φωτιάς προτού καν σβήσει η παλιά ήταν πλέον το Βερολίνο: ποιος θα έμπαινε πρώτος; Ο Ζούκοφ για τους Σοβιετικούς ή ο Πάτον για τους Αμερικανούς; Και, αφού κρίθηκε αυτό υπέρ των πρώτων, οι δεύτεροι θα συγκρούονταν μαζί τους για τον έλεγχο της πρωτεύουσας του Χίτλερ που θα αυτοκτονούσε στα ερείπιά της αφού πρώτα έκανε την τελευταία επιθεώρηση στρατιωτικού σώματος στη ζωή του σε κάτι εξαθλιωμένα δεκάχρονα παιδιά, στο τελευταίο σώμα της Βέρμαχτ που στήθηκε εμπρός του; Ενός στρατού που πριν από πέντε μόλις χρόνια είχε κατακτήσει ολόκληρη την Ευρώπη.

Από τότε, την άνοιξη του 1945, όταν ο Αϊζενχάουερ για να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη, αποφάσισε να στείλει τον Πάτον… νομάρχη στη Βαυαρία παρά την πιεστική επιμονή του να μπει και εκείνος στο Βερολίνο και αν χρειαζόταν να πολεμήσει εκεί τον Κόκκινο Στρατό, μέχρι το 1990 όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ενωση, η Ευρώπη ζούσε με κομμένη την ανάσα και με μία ελπίδα: να τα βρουν Ουάσιγκτον και Μόσχα, ώστε ο πόλεμος που δεν ξεκίνησε το 1945 ουδέποτε να ξεκινούσε. Ομως έκανε μόνο αυτό: ήλπιζε. Ηθελε δηλαδή να κάνουν για πάντα οι άλλοι τη δουλεία της γι’ αυτήν, χωρίς η ίδια να χρειαστεί να αναλάβει το κόστος των δικών της ευθυνών. Σήμερα, 80 χρόνια μετά, που η ΕΣΣΔ επέστρεψε ως χώρος ισχύος όπως δήλωσε και η μπλούζα του Λαβρόφ στην Αλάσκα, η ευχή ίσως εκπληρώθηκε: φαίνεται ότι, τελικά, Ρώσοι και Αμερικανοί ίσως τα βρήκαν. Ομως η Ιστορία παίζει παράξενα παιχνίδια: στην Ευρώπη που επί τόσες δεκαετίες το επιθυμούσε διακαώς, ουδείς μοιάζει σήμερα ευτυχής. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Η παγερή ειρήνη που δείχνει να γεννιέται στην Αλάσκα μέσα από τη συνάντηση Τραμπ Πούτιν, η πρώτη από το 2019, δεν είναι απλώς ταιριαστή με το τοπίο μα και με τα αισθήματα που δημιούργησε στη Γηραιά Ηπειρο, η οποία ένιωσε όσο ποτέ το μέγεθος και αντιλήφθηκε εξίσου το κόστος μιας ανυπαρξίας που η ίδια έχει επιλέξει, προτιμώντας να κρύβεται δωρεάν και εκ του ασφαλούς πίσω από τους Αμερικανούς, την ώρα που, με τις εντολές του Βερολίνου, έκανε ως Ιανός επί πολλά χρόνια εξαιρετικά επωφελείς για τη γερμανική βιομηχανία ενεργειακές μπίζνες με τη Μόσχα επιτρέποντάς της να κατέχει αδιανόητα το ενεργειακό μονοπώλιο της ΕΕ.

Τώρα, οι μεγάλες χώρες της Ευρώπης βλέπουν αμήχανες το προφανές αυτονόητο: ότι την οδήγησαν στο περιθώριο της διεθνούς πολιτικής και της χάραξης της επόμενης αρχιτεκτονικής ισχύος. Βλέπουν το ίδιο τους το μέλλον να πλάθεται χωρίς εκείνες. Και δεν μιλάμε για χώρες γονατισμένες ή κατεστραμμένες από πόλεμο και κατοχή όπως το 1945. Μα για μία από τις ισχυρότερες οικονομικές ζώνες του πλανήτη, που παράγει παντός τύπου οπλικά συστήματα αιχμής και διαθέτει τεράστιο πληθυσμό και γεωγραφική έκταση. Που αν ήθελε να γίνει αληθινή ένωση με οντότητα και ρόλο, ασφαλώς και θα μπορούσε να ήταν τώρα ο τρίτος πόλος σε αυτό το τραπέζι αντί να περιμένει εκ των υστέρων «ενημέρωση» από τον Τραμπ που αποφάσισε να καλέσει τρεις ευρωπαίους ηγέτες στην Ουάσιγκτον να τους πει(;) τα νέα και εκείνοι, που βλέπουν τον κίνδυνο, ούτε ξέρουν: να πάνε ή να μην πάνε ως θλιβεροί κομπάρσοι;

Ομως αυτό θέλησε η Ευρώπη. Και τώρα το πληρώνει. Μακροπρόθεσμα ίσως ακριβότερα και από την Ουκρανία. Αλλά αυτό επέλεξε. Με αδράνειες, υπεκφυγές, ψεύδη και ατέλειωτη υποκρισία. Αλλά ουδείς της φταίει που δεν θέλησε να υπάρξει.