Κάθε δημιουργός αναζητεί να πραγματοποιήσει την εσωτερική του επιθυμία, εκείνη που καθορίζει την ουσία και το βαθύτερο νόημα του έργου, μέσα από την υλοποίηση των καλλιτεχνικών του προθέσεων πάνω στη σκηνή. Η αγωνία για την απόδοση του οράματος αποτελεί την κινητήρια δύναμη της καλλιτεχνικής διαδικασίας. Αυτή η εσωτερική ανάγκη για έκφραση οδήγησε τη Μαρία Πρωτόπαππα στην επιλογή ενός έργου που θέτει διαχρονικά ερωτήματα και προσφέρει γόνιμο πεδίο για καλλιτεχνική αναζήτηση.

Για την πρώτη της σκηνοθετική παρουσία στην Επίδαυρο, η Μαρία Πρωτόπαππα επέλεξε την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη, σε μετάφραση του Γ. Β. Τσοκόπουλου. Στη σκηνή του αργολικού θεάτρου ανέδειξε μια τραγωδία που εγείρει διαχρονικά και επίκαιρα ερωτήματα, επιχειρώντας ωστόσο να φωτίσει τη θέση της γυναίκας – όπως επισημαίνει η γαλλίδα κλασική φιλόλογος και ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγί στο βιβλίο της «Η ελληνική τραγωδία στο πέρασμα του χρόνου», «μέσα στον καθρέφτη του κόσμου η ιστορία μιας Ανδρομάχης συνεχώς ανανεώνεται. Κάθε μέρα μπορούμε να λέμε (σ.σ.: ανακαλεί τους στίχους του Μποντλέρ από το ποίημά του “Ο κύκνος”) “σε σκέφτομαι, Ανδρομάχη”».

Η σκηνοθέτις – η οποία κράτησε τον ρόλο της αφηγήτριας στην παράσταση – επέλεξε μια αναπάντεχη και τολμηρή κατανομή ρόλων: ο Αργύρης Ξάφης ως Ανδρομάχη, ο Τάσος Λέκκας ως Ερμιόνη, ο Γιάννης Νταλιάνης ως Μενέλαος και ο Δημήτρης Πιατάς ως Πηλέας.

Το στοίχημα

Η απόφαση να ανατεθούν στους άνδρες ηθοποιούς οι γυναικείοι ρόλοι αποτελούσε από την αρχή ένα πειραματικό στοίχημα που εμπεριείχε γοητεία αλλά και ρίσκο. Η βάση της επιλογής της στηρίχθηκε στην αντίληψη ότι οι γυναικείες μορφές και ο γυναικείος Χορός στην «Ανδρομάχη» δεν εκφράζουν ατομικές θηλυκότητες, αλλά προσεγγίζονται ως συλλογικές φωνές, ενώ παράλληλα η μάχη παραμένει υπόθεση των ανδρών. Επεδίωξε να τους φέρει σε επαφή με τη γυναικεία οπτική και εμπειρία.

Η προσέγγιση της θηλυκότητας από τους άνδρες ηθοποιούς δεν αποτυπώθηκε πάντα με ευκρίνεια πάνω στη σκηνή, ωστόσο η διαδικασία λειτούργησε ως γέφυρα προς μια βαθύτερη, πιο σύνθετη κατανόησή της, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε σωματικό επίπεδο.

Η δυναμική αυτή αποτυπώνεται έντονα στους δύο βασικούς ρόλους. Η Ανδρομάχη του Αργύρη Ξάφη παρουσιάστηκε με καθαρό και δυναμικό λόγο, ενώ η Ερμιόνη του Τάσου Λέκκα με αρρενωπή ενέργεια και πειθαρχημένη θηλυκότητα. Οι ερμηνείες τους προσεγγίζουν διαφορετικές όψεις της γυναικείας φύσης μέσα από τον μύθο, σε μια τολμηρή και πρωτότυπη θεώρηση.

Η ιδιαίτερη αυτή προσέγγιση ενισχύεται από ένα σκηνικό λιτό και συμβολικό, όπου ο βωμός της Θέτιδας και το γκρίζο ικρίωμα εστιάζουν στη δυναμική των συγκρούσεων και υπογραμμίζουν το διαχρονικό δράμα που εκτυλίσσεται πάνω στη σκηνή.

Οι δοκιμασίες των γυναικών

Η κυκλική κίνηση και η παρουσία της Μαρίας Πρωτόπαππα ανέδειξαν το διαχρονικό δράμα μιας γυναίκας που πάλευε να επιβιώσει μέσα στη βαρβαρότητα. Η παράσταση εστίασε στη μάχη για την εξουσία, που αποκάλυπτε τη φθορά τόσο στην προσωπική ζωή όσο και στην πολιτική σκηνή, την «απληστία λέχους», όπως την περιέγραφε ο Ευριπίδης, σύμβολο της αδίστακτης και διεφθαρμένης εξουσίας της Σπάρτης, χωρίς να παραλείπει την αγωνία για τη θέση της γυναίκας στον κόσμο. Η σκηνοθέτις ανέδειξε τις δοκιμασίες που υπέστη η γυναίκα στο πέρασμα του χρόνου, αντλώντας έμπνευση από το ίδιο το κείμενο του Ευριπίδη, που αφηγούνταν τις ταπεινώσεις της Ανδρομάχης: μετά την ήττα της Τροίας, χήρα του Εκτορα, αιχμαλωτίστηκε και έγινε σκλάβα του γιου του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμου, εγκαταστάθηκε μαζί του στη Φθία και από την αναγκαστική αυτή ένωση γέννησε τον Μολοσσό. Σε στίχους όμως του έργου θα βρούμε την ηρωίδα να αναφέρει την αφοσίωσή της στον άντρα της, λέγοντας ότι για να τον ευχαριστήσει θήλαζε τα νόθα παιδιά του.

Ο Γιάννης Νταλιάνης υποδύθηκε έξοχα τον Μενέλαο, φορώντας ένα ασυνήθιστο κοστούμι, η επιλογή του οποίου εγείρει προβληματισμούς σχετικά με το κατά πόσο υποστηρίζει ή αποπροσανατολίζει την εικόνα του χαρακτήρα. Ο Δημήτρης Πιατάς, στον ρόλο του Πηλέα, ξεχώρισε με τις αργές, βαριές του κινήσεις και το επιβλητικό κοστούμι, που έδιναν την εντύπωση ενός μυθικού πλάσματος αναδυόμενου από τα βάθη της θάλασσας. Ως ο τελευταίος προστάτης μιας παλιάς τάξης, αντιτάχθηκε με έντονη οργή στον Μενέλαο, σαν κύμα που ταράζει τα θεμέλια της εξουσίας. Η φράση «Κακή συνήθεια τούτη στην Ελλάδα / οι στρατιώτες να γίνονται κομμάτια / και οι στρατηγοί να στεφανώνονται» προκάλεσε το θερμό χειροκρότημα του κοινού.

Η Στέλλα Γκίκα, ως Θέτις, έδωσε μια ώριμη και αξιοπρεπή παρουσία που αντιπαρατέθηκε με την αφήγηση της Πρωτόπαππα. Ο Χορός Δημήτρης Γεωργιάδης, Δημήτρης Μαμιός, Κωνσταντίνος Πασσάς, Γιώργος Φασουλάς, Γιάννης Μάνθος και Νώντας Δαμόπουλος – ζωντάνεψε με χορογραφία εμπνευσμένη από πυρρίχιο και ποντιακά, δημιουργώντας μια σχεδόν μυσταγωγική ατμόσφαιρα. Παρά το ανήσυχο πνεύμα και την καλλιτεχνική εγρήγορση της Πρωτόπαππα, που γεννούσαν προσδοκίες για πιο τολμηρές πρωτοβουλίες, η παράσταση διατήρησε μια κομψή και ποιητική αρμονία.

Η τελευταία πράξη γράφτηκε με τη γυναίκα (Μαρία Πρωτόπαππα) να φεύγει από τα όρια της ορχήστρας – προς άγνωστη κατεύθυνση – και στο κοίλον να φτάνει μόνο η ασθμαίνουσα ανάσα της.