Εκατό χρόνια (χθες) από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη. Και σε ένα μήνα τέσσερα από τον θάνατό του. Ενα «φευγιό» που αφορά όμως μόνο τη φυσική του παρουσία. Διότι ο Μίκης είναι πάντα εδώ. Και η μουσική και τα τραγούδια του το soundtrack της συλλογικής μας μνήμης. Γι’ αυτό και τα άφησε «ελεύθερα δικαιωμάτων». Να παίζονται και να ακούγονται παντού. Φέτος, λόγω «έτους Θεοδωράκη» βλέπω πολλές αφιερωματικές συναυλίες. Ναι, ίσως κάποιες από αυτές να είναι κατώτερες, ως παραγωγές ή από πλευράς ερμηνευτών, από το επίπεδο του Μίκη. Εχει καμία σημασία; Τα τραγούδια του είναι αυτόνομα, υπεράνω ερμηνείας. Πόσοι συνθέτες μπορούν να το πουν αυτό για τις δημιουργίες τους;
Αναρωτιέμαι πολλές φορές αν αυτή καθαυτή η προσωπικότητά του ήταν μεγαλύτερη από το μουσικό του ταλέντο – περί μουσικής ιδιοφυΐας μιλάνε οι επαΐοντες. Ή αν το ταλέντο του καλλιέργησε αυτήν την προσωπικότητα. Επίσης δεν έχει σημασία. Η ουσία είναι ότι ο Θεοδωράκης αποτελεί ένα είδος «ήρωα». Κάτι σαν τον Κολοκοτρώνη ας πούμε. Διότι μας έκανε να ονειρευόμαστε. Τα τραγούδια του δεν είναι ανακουφιστικά όπως, για παράδειγμα, του Χατζιδάκι (ακούς την εισαγωγή από το «Μεσ’ σ’ αυτήν τη βάρκα» και σου περνάνε οι πόνοι βρε παιδί μου). Είναι μια διέξοδος στο όνειρο. Ενα «…λίγο ακόμη να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Ναι, θα πουν κάποιοι, είναι οι στίχοι. Πώς να μην ονειρεύεσαι, να μην ελπίζεις όταν τραγουδάς «Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες»; Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Ο Μίκης «ενσωμάτωνε» με έναν τέτοιο τρόπο τον στίχο στη μουσική ώστε το τραγούδι να υπερβαίνει ακόμη και το ποίημα (όταν επρόκειτο για μελοποιημένη ποίηση). Να γίνεται μία εντελώς νέα καλλιτεχνική δημιουργία.
Το έκανε συνειδητά; Τον ενέπνευσε το «Αξιον Εστί» του Ελύτη ώστε να συνθέσει αυτό το κολοσσιαίο έργο ή έψαχνε τρόπους να φέρει τον ποιητικό λόγο στο στόμα των οικοδόμων; Τελικά όμως ούτε αυτό έχει σημασία. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Το οποίο είναι ότι στις εργατικές συνοικίες, άνθρωποι που δεν ήξεραν να διαβάσουν, τραγουδούσαν «λόγια» του Σεφέρη. Η «Αρνηση» του ποιητή έγινε το «Περιγιάλι» του συνθέτη. Κι ας μην το λέμε σωστά επειδή στο ποίημα υπάρχει άνω τελεία μετά το «Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας» ενώ εμείς τραγουδάμε «Πήραμε τη ζωή μας λάθος». Είπαμε, άλλο το ποίημα, άλλο το τραγούδι.
Τα πρώτα χρόνια
Αν ήμουν κρυφή κάμερα στη ζωή του Θεοδωράκη, θα έστρεφα τον φακό όχι στα «ηρωικά χρόνια» αλλά στην παιδική, την εφηβική και την πρώτη νεανική ηλικία του. Πριν σκάσει το ταλέντο του. Πώς είναι σαν παιδιά τέτοιες προσωπικότητες; Δίνουν από νωρίς δείγματα της εξέλιξής τους; Πώς ήταν με τους φίλους του ο δεκάχρονος Μίκης; Ατακτος και φασαριόζος ή αφοσιωμένος στις μελέτες του; Υπάκουος ή πνεύμα αντιλογίας; Και γιατί μια μαθήτρια του Δημοτικού που την έλεγαν Αλίκη Βουγιουκλάκη και ζούσε στην Αρκαδία λόγω της μετάθεσης εκεί του στρατιωτικού πατέρα της, ερωτεύτηκε εξ αποστάσεως τον νεαρότατο και άγνωστο ακόμη Θεοδωράκη;
Ούτε αυτά όμως έχουν σημασία. Εκτός ίσως από το ότι και η Αλίκη έκανε, με τον δικό της τρόπο, την Ελλάδα να ονειρεύεται.







