Μου πήρε αρκετά χρόνια και συζητήσεις με ανθρώπους που η παρουσία τους στη ζωή μου ήταν ευλογία για να καταλάβω ότι ο ρόλος της τέχνης είναι να συγκινεί. Και η συγκίνηση δεν χρειάζεται αναλύσεις, γνώσεις, πληροφορίες, αυτό το προβακατόρικο «Τι θέλει να πει ο ποιητής;». Διότι ο ποιητής μπορεί να «λέει» στον κάθε ακροατή κάτι εντελώς διαφορετικό ή μπορεί να μη θέλει να πει τίποτα πέρα από αυτό που λένε οι λέξεις του. Απλώς είναι η ψευδοσυνθήκη του «εκπαιδευμένου» θεατή ή ακροατή που μας επιβάλλει να προσπαθούμε να αναλύσουμε τη συγκίνηση, να ανιχνεύσουμε «γιατί» που, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν. Από την άλλη, πόσες φορές είναι τόσο απόλυτη η συγκίνηση που μπορεί να σου προκαλέσει ένα έργο τέχνης ώστε να μη χρειάζεται «τεκμήρια»; Θεωρώ ελάχιστες.

Στο θέατρο, μία από τις πιο αγαπημένες μου τέχνες, έχω νιώσει λίγες φορές έτσι. Δεν εννοώ τον συνωμοτικό ενθουσιασμό που με κατέκλυζε όταν έβλεπα τις επιθεωρήσεις του Ελεύθερου Θεάτρου, την απελευθέρωση που αισθάνεσαι όταν ακούς από άλλους να εκφράζουν αυτά που έχεις στο μυαλό σου αλλά δεν μπορείς να τους δώσεις σχήμα. Εννοώ τη μαγεία που με συνεπήρε όταν είδα τον «Ερωτόκριτο» του Ευαγγελάτου – αλλά τότε ήμουν στην εφηβεία. Το πώς παραμιλούσα όταν είδα τη «Σπασμένη στάμνα» του Βογιατζή – αλλά τότε δεν είχα καλοπερπατήσει ακόμη στη δεκαετία των είκοσι.

Πίστευα ότι στην ηλικία μου θα ήταν δύσκολο να ξανασυμβεί. Συνέβη όμως μια νύχτα στην Επίδαυρο πριν από είκοσι, περίπου, ημέρες. Οταν είδα τη σκηνική απόδοση, από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, των ραψωδιών ζ, η, θ της Οδύσσειας. Είχα πάει «διαβασμένη», ήξερα την ιστορία και τους συμβολισμούς της, για τον ξένο που ζητά ένα ρούχο και αναζητά ένα όνομα, για το πώς είναι να ακούει ο ίδιος ο Οδυσσέας από έναν τρίτο τα κατορθώματά του. Μετά τα πρώτα λεπτά της παράστασης όμως όλα αυτά γλίστρησαν από το μυαλό μου. Δεν με ενδιέφερε ούτε αυτή καθαυτή η ιστορία ούτε το δράμα που δεν υπήρχε, καθώς δεν πρόκειται για τραγωδία ούτε καν σκέφτηκα ότι ο Μαρμαρινός έδωσε υπόσταση αρχαίας τραγωδίας σε ένα «παραμύθι» (αυτό το συνειδητοποίησα μετά την παράσταση).

Εμεινα αποσβολωμένη από αυτό που έβλεπα, από μια σύμπραξη ήχου και εικόνας σε ένα θέαμα που με είχε συνεπάρει. Και που με συγκινούσε βαθύτατα ακόμη και όταν ήταν «μη θέαμα». Για παράδειγμα, κάποια στιγμή ο Οδυσσέας πέφτει να κοιμηθεί. Ακολουθούν τρία, περίπου, λεπτά απραξίας και είναι τότε που το ίδιο το θέατρο γίνεται μέρος της παράστασης. Μέσα στην απόλυτη ησυχία, ο κούκος της Επιδαύρου, το θρόισμα της νύχτας ακούγονταν εκκωφαντικά. Τα μάτια μου βούρκωσαν αλλά επειδή όταν μας κυριεύει το συναίσθημα αισθανόμαστε ευάλωτοι, αναπτύσσονται εντός μας αμυντικοί μηχανισμοί ορθολογισμού. «Ναι, αλλά αν αυτή η απραξία είναι χάσμα;» σκεφτόμουν. Αλλά τότε είδα την έκφραση του Σταμάτη Φασουλή που με απενοχοποίησε. Αφέθηκα στη συγκίνησή μου και κύλησε εκείνο το ανακουφιστικό δάκρυ που σπάνια επιτρέπουμε πια στον εαυτό μας.

Ξωτικό

Οι παλαιότεροι λένε ότι σε μια παράσταση του Οιδίποδα ο Αλέξης Μινωτής ήταν σαν να πετούσε, σαν να «περπατούσε» πάνω από το έδαφος. Και ζήλευα που δεν είχα δει κάτι τέτοιο. Χωρίς να θέλω να κάνω συγκρίσεις, θεωρώ ότι είδα κάτι ανάλογο. Τον Χάρη Φραγκούλη να ανεβοκατεβαίνει μιλώντας και τρέχοντας τα σκαλιά του θεάτρου μέχρι τέλους, να προσγειώνεται σαν φτερωτό ξωτικό στο τραπέζι, χωρίς το παραμικρό λαχάνιασμα ή σπάσιμο της φωνής του.

ΥΓ.: Το κείμενο αυτό δεν είναι κριτική, αλλά προσωπική γνώμη.