Η συμπλήρωση 51 ετών από την κατάρρευση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας συνήθως παρουσιάζεται ως ένδειξη σταθερότητας των θεσμών και τέλος των πολιτικών περιπετειών που σφράγισαν μεγάλο μέρος της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα. Αλλωστε, το βάρος της συζήτησης έχει μετατοπιστεί από την ισχυροποίηση της δημοκρατίας στην αντιμετώπιση της υποτιθέμενης αρνητικής κληρονομιάς της Μεταπολίτευσης.
Συνήθως αυτή η αρνητική κληρονομιά περιγράφεται είτε μέσα από τη γενικόλογη (και κενόλογη) επίκληση του λαϊκισμού είτε μέσα από μια δαιμονολογία για το πώς η Μεταπολίτευση συνοδεύτηκε από μια κουλτούρα άρνησης της πειθαρχίας, ασύδοτων αιτημάτων και προσκομμάτων στον εκσυγχρονισμό. Με διάφορους τρόπους στιγματίστηκαν τα μεγάλα κινήματα που σφράγισαν τη Μεταπολίτευση, ενώ διάχυτη παραμένει η γνώμη ότι ένα από τα προβλήματα είναι και η υποτιθέμενη «ηγεμονία της Αριστεράς», από την οποία, σύμφωνα με αυτό το σχήμα, μόνο πρόσφατα αρχίσαμε να απαλλασσόμαστε.
Βεβαίως, όπως συμβαίνει πάντα με τέτοιου είδους αποτιμήσεις, αυτό που έχουμε είναι ταυτόχρονα τον εντοπισμό ενός υπαρκτού ζητήματος και τη διαστρεβλωτική ανάγνωσή του. Οντως η Μεταπολίτευση σήμανε μια εντυπωσιακή είσοδο των λαϊκών μαζών και διεκδικήσεων στο προσκήνιο, ξαναπιάνοντας το νήμα τόσο από προδικτατορικές δυναμικές όσο από στιγμές αντίστασης όπως το Πολυτεχνείο. Μόνο που αυτή δεν ήταν ούτε «λαϊκισμός» ούτε κάποιο είδος διεκδικητικής ασυδοσίας. Απαλλαγμένες από το αυταρχικό πλαίσιο του μετεμφυλιακού καθεστώτος – που σε όλες τις παραλλαγές του έδωσε έμφαση στη διατήρηση των δυνάμεων της εργασίας σε υποτελή θέση –, διατυπώθηκαν μια σειρά από εύλογες απαιτήσεις κοινωνικής αναδιανομής, διαμόρφωσης κοινωνικού κράτους, οικονομικής ανάπτυξης με βάση υπαρκτές ανάγκες, διεύρυνσης της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση, εκσυγχρονισμού του οικογενειακού δικαίου, φραγμών στη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών και διεύρυνσης των δικαιωμάτων στη συλλογική δράση. Κάποια από αυτά τα αιτήματα ικανοποιήθηκαν, αρκετά όχι και πολλά πλέον δαιμονοποιούνται.
Καθόλου τυχαία αυτό που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια είναι μια συστηματική προσπάθεια, ιδίως από την τρέχουσα κυβέρνηση, όχι μόνο να γίνει πολύ πιο αυταρχικό το πλαίσιο ως προς την κινηματική δράση, αλλά και να αναιρεθούν συγκεκριμένες κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε, άλλωστε, επιλογές όπως η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, οι διαγραφές «αιώνιων» φοιτητών (πάγιο αίτημα των πιο συντηρητικών κύκλων στη Μεταπολίτευση), η προσπάθεια για περιορισμό των διαδηλώσεων, η ακόμη μεγαλύτερη ελαστικοποίηση της εργασίας, οι αλλαγές στο πειθαρχικό δίκαιο των δημόσιων υπαλλήλων, των φοιτητών και των πανεπιστημιακών, ο περιορισμός του δικαιώματος στην απεργία, η κατοχύρωση των ιδιωτικών ΑΕΙ, η εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών και η συνεχής πρόκριση του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου τομέα. Ομως, όσο έντονη και εάν είναι αυτή η προσπάθεια να ακυρωθούν οι συλλογικές προσδοκίες που γεννήθηκαν στη Μεταπολίτευση, αυτό δεν σημαίνει ότι το πραγματικό ρήγμα ανάμεσα στις απαιτήσεις των λαϊκών στρωμάτων και αυτά που προσφέρει το σημερινό πολιτικό τοπίο έχει κλείσει. Ανοιχτό είναι. Και το ερώτημα για τις επόμενες κοινωνικές εκρήξεις δεν είναι εάν, αλλά πότε.







