Διάβαζα χθες στα «ΝΕΑ», στο άρθρο του «γείτονα» Ηλία Κανέλλη για τη βουλευτή του κόμματος Κασσελάκη (Κίνημα Δημοκρατίας λέγεται επισήμως, αλλά έχει καμία σημασία;) Κυριακή Μάλαμα (τώρα συνειδητοποιώ ότι στη Βουλή έχουμε και Φάμελλο και Μάλαμα, μια μουσική σκηνούλα τη στήνουμε) η οποία κατήγγειλε δριμύτατα τη λειτουργία «ταχυφαγείου παγκοσμιοποιημένης αλυσίδας» κάπου στη Θεσσαλονίκη. Μη σκιάζεστε. Στα κανονικά ελληνικά, αυτός ο μακρόσυρτος τίτλος αντιστοιχεί στα Μακντόναλντς, αλλά η κυρία Μάλαμα της Αριστεράς και της Προόδου (που λέγαμε κάποτε και δεν λέμε πια) ομιλεί αυτή την ιδιαίτερη διάλεκτο, την κομμουνιστική. Σου λέει, «Θα πω εγώ Μακντόναλντς;». Της το απαγορεύει η συνείδησή της, δεν βγαίνουν αυτές οι λέξεις που ρίχνουν νερό στον μύλο του καπιταλισμού. Θα τις γυρίσει η ίδια η γλώσσα της πίσω στον λάρυγγα, να μην προλάβουν να ξεμυτίσουν από το έρκος των οδόντων.

Να ‘ναι καλά η κυρία Μάλαμα και ο Ηλίας Κανέλλης που εντόπισε τη φράση. Με γύρισαν πίσω στα χρόνια της προεφηβείας μου. Χούντα ακόμη και ένας φίλος με τον οποίον ήμουν και ψιλοερωτευμένη, πριν καλά καλά κλείσει τα είκοσί του, δούλευε σε μια παράσταση πολύ αριστερών προθέσεων που είχε κάνει αίσθηση περνώντας προφανώς κάτω από τα ραντάρ των συνταγματαρχών. Ενα βράδυ, μετά την πρόβα, έφυγε από το θέατρο μαζί με κάποια καλλιτέχνη, παλιά καραβάνα όχι μόνο στην Τέχνη της αλλά και στην Αριστερά. Στον δρόμο σταμάτησαν σε ένα περίπτερο για να τηλεφωνήσει σε έναν φίλο του με τον οποίο επρόκειτο να συναντηθούν. Και κλείνοντας το τηλέφωνο, είπε ok. Τι το ήθελε; Η ξανάστροφη από τη συνεργάτη τού ήρθε πριν κλείσει το ακουστικό. Χαστουκάρα, όχι αστεία, έψαχνε τα γυαλιά του στο πεζοδρόμιο. Διότι είχε τολμήσει να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα των καπιταλιστών και των ιμπεριαλιστών.

Με τη Μεταπολίτευση ξεφύγαμε. Τότε ανακαλύψαμε τη γλώσσα τη «χωμάτινη», αυτή που απέπνεε τον ιδρώτα του εργάτη και τον μόχθο του αγρότη, τη γνήσια την αριστερή. Και μιλούσαμε μεταξύ μας λες και παίζαμε στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Τα κορίτσια γίναμε κοπελιές, τα αγόρια παλικάρια (και μετά, κοπελιές και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια). Οχι μόνο η κατσαρόλα αλλά και η χύτρα ταχύτητας έγινε τσουκάλι, τα παράθυρα παραθύρια, το σχολείο σχολειό, η παιδική μου φίλη Φώφη αναβαπτίστηκε σε Φρόσω, ενώ κάποιοι πολλοί εξτρίμ είχαν το κουράγιο να λένε το φθινόπωρο χινόπωρο.

Το καλύτερο όμως το έχω ακούσει στο σπίτι γνωστού λογοτέχνη όπου μας είχε καλέσει για φαγητό. Κάποια στιγμή ζήτησε από τη σύντροφό του να φέρει στο τραπέζι ψωμί. Λέγοντας με στομφώδες ύφος: «Μάρω, φέρε το καρβέλι». Και η «Μάρω» που την έλεγαν Μαρία, έφερε το ψωμί του τοστ.

Και τότε και τώρα

Κάθε ιδεολογία, κάθε lifestyle (με την καλή έννοια) έχει όχι μόνο την ορολογία του αλλά και το λανγκάζ του. Η τρέχουσα, καθημερινή γλώσσα επιβάλλεται από τις ιδεοληψίες που πηγαινοέρχονται τη συγκεκριμένη περίοδο. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1980, αλληλοαποκαλούμασταν «σύντροφοι» και «συντρόφισσες» επειδή ήμασταν ΠΑΣΟΚ. Και τη δεκαετία του «μεγάλου πάρτι» πήξαμε στις ξένες σύνθετες λέξεις διότι αυτές περιγράφουν καλύτερα το μπιχλιμπιδωτό ευζήν το οποίο ήταν το ζητούμενο.

Και σήμερα – που η κυρία Μάλαμα θέλει να τη λέμε βουλεύτρια – οι επιβεβλημένες λέξεις είναι αυτές που συνδέονται με κάθε είδους κινήματα. Δηλαδή δεν πειράζει αν δεν ξέρεις το «ντελούλου» που είναι από τη γλώσσα των πιτσιρικάδων και δεν έχει ηθικό εκτόπισμα αλλά ουαί και αλίμονο αν δεν κάνεις μνεία στη συμπερίληψη. Στο πυρ το εξώτερο αν στραβώνεις τα μούτρα σου με τις «θηλυκότητες» και τις «γυναικότητες» και προτιμάς το «γυναίκες». Πού πας ρε Καραμήτρο που νομίζεις ότι είσαι κάποιος επειδή έμαθες το «τρανσοφοβία». Ξέρεις τι σημαίνει «τρανσομισογυνιστικός»; Βλάχε, ε βλάχε.