Συνεχίζετε μια όμορφη οικογενειακή ιστορία – ο πατέρας σας ήταν ο σημαντικός τυπογράφος Γιάννης Μουγκός, ενώ η δική σας φήμη μεγάλωσε και μέσα από τους στίχους «Μήτσο, τράβα κάνα δυο φωτογραφίες».
Οταν ήμασταν φοιτητές μάς τραγουδούσαν στα σκυλάδικα «Φωτογράφε, τράβα μια φωτογραφία». Τώρα μέσα από τον στίχο του Αλέξη μπορεί να τραβήξει οποιοσδήποτε έχει δισύλλαβο όνομα. Χαίρομαι πάρα πολύ που το εμπνεύστηκε ο Αλεξ κι έγινα ο Μήτσος για πολλούς. Είναι μια σχέση εμπιστοσύνης που ξεκίνησε, για τον καθένα μας, πριν γίνει οτιδήποτε.
Πού στρέφετε τον φακό σας κάθε φορά;
Το οπτικό νεύρο του καθενός είναι αυτό που τον οδηγεί τελικά στο κλικ. Αυτή η «ματιά» μάς διαφοροποιεί. Συνδέεται με την οπτική σου, τον τρόπο που σκέφτεσαι, την πολιτική σου θέση, τα βιώματά σου. Και, φυσικά, όσο αλλάζουν οι εμπειρίες σου, αλλάζει και η ματιά σου – όπως θα έπρεπε. Αλλιώς, γίνεσαι αρτηριοσκληρωτικός.
Θυμάστε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αλλαγής;
Ξεκινώντας τις σπουδές μου στη φωτογραφία – αν και αρχικά ήθελα να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά φοβήθηκα τις εξετάσεις – λόγω της επαφής μου με το σχέδιο είχα έντονη τη φορμαλιστική προσέγγιση: σκιές, φώτα… Ομως αυτό δεν το είχα εφαρμόσει ποτέ στον άνθρωπο. Δεν είχα και τη δυνατότητα, ως φοιτητής, να έχω κάποιο μοντέλο για να εξασκηθώ. Ετσι, οι πρώτες μου εργασίες στη σχολή ήταν αφηρημένες φόρμες και αντιθέσεις που έβρισκα τυχαία στον δρόμο ή τις δημιουργούσα με κάποιον τρόπο. Το πρώτο μοντέλο ήμουν εγώ. Θυμάμαι, είχα αφήσει την κάμερα με ανοιχτό το κλείστρο σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο στο σπίτι μου, στο Μετς, με ένα φλας στο χέρι, αλλάζοντας διαρκώς σημεία.
Πότε νιώσατε ότι στρέφεστε στον άνθρωπο με άλλη ματιά;
Το αντιλήφθηκα μέσα από τη σχέση μου με τους ανθρώπους. Ξεκίνησε με τα παιδιά που φωτογράφισα στην πρώτη μου εργασία. Και στη συνέχεια με φίλους – είτε καλλιτέχνες, είτε για εμπορικούς σκοπούς, είτε για προσωπική χρήση. Πάντα προσπαθώ να δημιουργείται ένα κλίμα εμπιστοσύνης. Ο άνθρωπος, όσο έμπειρος και να είναι, νιώθει ευάλωτος μπροστά στον φακό – καλώς ή κακώς. Αυτός ήταν και ο λόγος που χρησιμοποίησα τον εαυτό μου ως μοντέλο: για να μην έρθει κανείς άλλος σε αυτή την αμήχανη θέση.
Μπροστά στον φακό, εκτός από την ευαλωτότητά μας, «στηνόμαστε». Γιατί συμβαίνει αυτό;
Πιστεύω ότι αυτό είναι μια μορφή άμυνας απέναντι στον «εχθρό» φακό.
Και πώς καταρρίπτετε αυτή την άμυνα;
Δεν νομίζω ότι καταρρίπτεται πλήρως. Αν πάρουμε το παράδειγμα της ΕΠΑΨΥ (σ.σ.: για την καμπάνια «ΜΙΛΑ… It’s OK!» – 30 πορτρέτα καλλιτεχνών μιλούν με μια φράση για την ψυχική υγεία), νομίζω πως ο ίδιος ο σκοπός ήταν αρκετός για να πετύχουμε έστω και ένα ειλικρινές κλικ. Εχω την αίσθηση ότι ο λόγος για τον οποίο φωτογραφίζεσαι είναι καθοριστικός. Σε συνδέει με τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από τον φακό.
Ποια ήταν η κεντρική ιδέα για να υλοποιηθεί αυτό το πρότζεκτ;
Θεωρώ ότι η ψυχική υγεία είναι ένα θέμα που αφορά όλους μας. Ακόμα και η απλή παρουσία ενός ανθρώπου που έχει μια επιρροή στο κοινό είναι από μόνη της σημαντική. Η πρόθεσή του και η συγκατάθεσή του να σταθεί απέναντι σε ένα ζήτημα – να πάρει θέση – αρκούν. Αυτό ήταν το πρώτο στοιχείο. Το δεύτερο ήταν να αναζητήσω ένα βλέμμα που είτε να μας παροτρύνει να μιλήσουμε, είτε να μας καθησυχάζει ότι είναι εκεί για να μας ακούσει. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για σχεδόν το ίδιο βλέμμα. Αυτό προσπάθησα να αποτυπώσω. Αυτό προσπάθησα να εκμαιεύσω. Επειδή επεδίωξα να επικεντρωθώ στον άνθρωπο και στο βλέμμα.

Ποια ήταν η στιγμή που εσείς ο ίδιος χρειαστήκατε αυτό το βλέμμα – το βλέμμα που, όπως είπατε πολύ εύστοχα, σε παροτρύνει αλλά και σε καθησυχάζει;
Ηταν μια στιγμή αρκετά πριν από την ενηλικίωσή μου, κοντά στην εφηβεία. Τότε που συντελούνται αλλαγές στο σώμα, στις ανθρώπινες σχέσεις και στον κόσμο που παρατηρείς γύρω σου. Οταν τελείωσα το δημοτικό, άλλαξα πόλη. Μέχρι τότε μεγάλωνα με τη μητέρα μου στην Αθήνα και ο αδελφός μου με τον πατέρα μου στη Θεσσαλονίκη. Επειδή δεν γνώριζα κάτι διαφορετικό, το είχα αποδεχτεί. Οταν όμως άρχισα να συνειδητοποιώ περισσότερο τη συνθήκη, ίσως να με επηρέασε βαθύτερα. Τότε ήταν που αντιλήφθηκα ότι ήμασταν διαφορετικοί. Ημουν ωστόσο τυχερός που οι σχέσεις μου με τους γονείς μου στηρίζονταν στην επικοινωνία.
Ηταν ομαλή αυτή η μετάβαση στη ζωή σας;
Ημουν αρκετά κοινωνικός ώστε να δημιουργήσω από νωρίς έναν ευρύ κοινωνικό κύκλο στη Θεσσαλονίκη. Πολύ σύντομα γνώρισα τέσσερα άτομα με τα οποία είμαστε κολλητοί μέχρι σήμερα: τον παραγωγό του ΛΕΞ, Dof, έναν άλλο Αλέξη και τον Ακη, που ζει στην Ολλανδία. Αργότερα, όταν σπούδαζα, δημιούργησα και άλλους φιλικούς «πυρήνες», που είναι για μένα σαν οικογένεια. Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι ότι τα πρώτα μου βήματα στη Θεσσαλονίκη περιείχαν αλληλοβοήθεια, στήριξη – όλα όσα χρειάζεται ένας άνθρωπος για να αντεπεξέλθει σε ό,τι του συμβαίνει, είτε μέσα είτε έξω από το σπίτι.
Υπήρξε κάποια συγκεκριμένη στιγμή που αισθανθήκατε την ανάγκη για βοήθεια;
Ναι, βέβαια. Θα αναφέρω την πρώτη κρίση πανικού που μου συνέβη όταν ήμουν 19 ετών, κατά τη διάρκεια των διακοπών μου. Υστερα από μια μέρα έντονης δραστηριότητας, όταν ήρθε η ώρα να χαλαρώσω, ένιωσα ταχυκαρδία και πως πεθαίνω. Αρχισα να μουδιάζω, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Πήγα με τους φίλους μου στο Κέντρο Υγείας και σχεδόν αμέσως – ίσως επειδή ένιωσα ασφάλεια – τα συμπτώματα άρχισαν να υποχωρούν. Το δυστυχές είναι ότι με τα χρόνια και οι φίλοι μου άρχισαν να εμφανίζουν παρόμοια συμπτώματα – ύστερα από κάποιον χωρισμό, σε περιόδους εξεταστικής, κ.λπ.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά τι άλλαξε;
Μαθαίνεις να ζεις με αυτό. Από τη στιγμή που μοιράστηκα την εμπειρία μου με άλλους ανθρώπους, μιλώντας για αυτό, ένιωσα ανακούφιση. Η ντροπή και ο φόβος είναι ανασταλτικοί παράγοντες για να κοιτάξεις το πρόβλημα κατάματα.
Η συνειδητοποίηση αυτή δεν ήρθε αμέσως. Μετά τα τριάντα, σωματοποίησα όλο αυτό το άγχος, αφού διαγνώστηκα με πελματιαία ψωρίαση – φλυκταινώδη.
Ποια θεωρείτε πως ήταν η πηγή αυτών των κρίσεων πανικού;
Είχα – και έχω – φίλους στη ζωή μου, και το θεωρώ μεγάλη τύχη. Από τους γονείς μου πήρα πολλή αγάπη. Ημουν ένα ξέγνοιαστο παιδί. Ωστόσο, μεγαλώνοντας, μέσα μου φώλιασε ο φόβος της απώλειας· το «τι θα γίνει αν». Ενας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν ότι μεγάλωσα μέσα σε ένα ιδιαίτερα σκληρό και ανταγωνιστικό σύστημα. Δεν νιώθεις ποτέ αρκετός. Η αίσθηση της ανεπάρκειας απέναντι στις απαιτήσεις των άλλων – ή απέναντι στο ίδιο το σύστημα – αρκεί για να γεννήσει έντονο στρες. Μέσα από τη φωτογραφία κατάλαβα πως είχα βρει έναν τρόπο να συνδεθώ με τον μαγικό κόσμο του κινηματογράφου. Εφτιαξα έτσι το προσωπικό μου καταφύγιο, έναν χώρο για να δραπετεύω.







