Ο ΣΥΡΙΖΑ ολοκλήρωσε το συνέδριό του. Δύσκολα θα πίστευε κανείς βλέποντας το σκηνικό και τα πρόσωπα του δράματος ότι δεν πέρασαν ούτε έξι χρόνια από τότε που αυτό το κόμμα ήταν στην εξουσία. Κι ακόμη δυσκολότερα ότι στις τελευταίες εκλογές, πριν από μόλις δύο χρόνια, οι πολίτες το ανέδειξαν αξιωματική αντιπολίτευση. Αλλα κόμματα – παλιότερα το ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλα, πρόσφατα το «Ποτάμι» και ο Σταύρος Θεοδωράκης – προτίμησαν την καθαρή και έντιμη αυτοδιάλυση, αντί της εξευτελιστικής φθοράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να απαντήσει στο – παλιό λενινιστικό – ερώτημα «τι να κάνουμε». Αλλά αυτό είναι δευτερεύον. Το σημαντικό ερώτημα σήμερα είναι γιατί υπάρχει. Και ούτε αυτό έχει απάντηση. Δεν είναι ότι κάπου κρύβεται κάποια απάντηση και απλώς το συνέδριο δεν τη βρήκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν έχει απολύτως κανένα πολιτικό λόγο ύπαρξης.

Για να το καταλάβει αυτό πρέπει να ανατρέξει κυρίως στη δική του καταγωγή. Το σχήμα που υπό τον Αλέξη Τσίπρα δεν ήταν ένας γνήσιος διάδοχος ούτε κάποιας από τις περίφημες «συνιστώσες» του, ούτε το άθροισμά τους. Πήγαινε πολύ πιο πέρα από τα διάφορα εγχειρήματα ενότητας της αιώνια κατακερματισμένης Αριστεράς, ακόμη και από τον άμεσο πρόγονό του Συνασπισμό. Υπό τον Αλέξη Τσίπρα και σε μια συγκεκριμένη – ας ελπίσουμε μη επαναλήψιμη – συγκυρία για τη χώρα, ανεξάρτητα από τη ρητορική και τις πολιτικές συμμαχιών που υιοθέτησε, συγκροτήθηκε γύρω από μια χωρίς προηγούμενο προοπτική: να γίνει η Αριστερά κυβέρνηση. Το πέτυχε. Αυτή ήταν η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ επί Τσίπρα με όλα τα προηγούμενα σχήματα και με τα σημερινά περιτρίμματα του σχήματος που κληροδότησε: ήταν κόμμα εξουσίας.

Τα κόμματα εξουσίας δεν μπορούν να υπάρξουν παρά ως τέτοια. Οταν παύουν να δίνουν την προοπτική της, όπως η Ενωση Κέντρου στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, οδηγούνται στην απαξίωση και τη διάλυση. Ο αγώνας επιβίωσης που δίνει το ΠΑΣΟΚ εικονογραφεί αυτή την τραυματική διαδικασία καθώς επιβιώνει ως ανάμνηση (και προσδοκία μελλοντικού μερίσματος) κυβερνητικής ευθύνης. Δεν είναι αναγκαστικά όλα τα πολιτικά σχήματα κόμματα εξουσίας. Ολα όμως  δημιουργούνται ή διατηρούνται για να καλύψουν κάποιο αντικειμενικό κενό. Για όσους επιδιώκουν την ανατροπή με όποιο κόστος υπάρχει η κ. Κωνσταντοπούλου. Για τους ζηλωτές η «Νίκη». Για τους συνωμοσιολόγους ο κ. Βελόπουλος. Για όσους αποστρέφονται το ευρώ, ο κ. Βαρουφάκης. Ακόμη και το «Κίνημα Δημοκρατίας» απηχεί τη φιλοδοξία και τη ματαίωση ενός ανθρώπου που ονειρεύτηκε τον εαυτό του ως Τραμπ της ελληνικής Αριστεράς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον κ. Φάμελλο και με διαρκώς συρρικνούμενα ποσοστά της τάξης του 5-6% στις σφυγμομετρήσεις δεν έχει τίποτα από όλα αυτά. Δεν εκφράζει τίποτα και δεν προσδοκά τίποτα. Υπ’ αυτή την έννοια είναι ελεύθερος – να πάψει να υφίσταται. Σε κανέναν πια δεν θα λείψει, εκτός ίσως από όσους προτιμούν μια βουλευτική έδρα έστω στερημένη κάθε ουσίας. Το πραγματικά ενδιαφέρον συμπέρασμα του συνεδρίου ήταν η προσέγγιση μεταξύ των κ. Φάμελλου, Πολλάκη και (θου Κύριε…) Νίκου Παππά. Πάνω σε μια ανομολόγητη αλλά πασιφανή ατζέντα – να εμποδίσουν οποιαδήποτε πολιτική πρωτοβουλία εκείνου χωρίς τον οποίο (κατά τη μνημειώδη έκφραση του Γιώργου Κατσιφάρα) «δεν θα τους ήξερε ούτε ο θυρωρός τους». Το μόνο που αυτό το κόμμα κάνει αποτελεσματικά σήμερα είναι να εμποδίζει την επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα.