Η δημοσιογραφία ως επάγγελμα φαίνεται να βρίσκεται στις μέρες μας σε κρίσιμη καμπή, ακροβατώντας ανάμεσα στην ελπίδα και την ανησυχία, ενδεχομένως και την απογοήτευση. Οι απόψεις για τον ρόλο και τον αντίκτυπο της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) στο δημοσιογραφικό πεδίο κυμαίνονται από τον φόβο ότι τα «ρομπότ» θα αντικαταστήσουν τους ανθρώπινους συντάκτες, μέχρι την αισιοδοξία ότι η ΤΝ αποτελεί ένα εργαλείο που θα μπορούσε να ενισχύσει την ποιότητα και την πιστότητα της ενημέρωσης.
Ο κλάδος των μέσων ενημέρωσης έχει αρχίσει να νιώθει τουλάχιστον άβολα με τη θεαματική άνοδο της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης, κι ενδεχομένως ό,τι νεότερο προκύψει. Τα επόμενα χρόνια, είναι πολύ πιθανό να δούμε μια απόκλιση στρατηγικών προσεγγίσεων: είτε προς την υποκατάσταση είτε προς τη συμπλήρωση των δημοσιογράφων από την ΤΝ.
Οι θεωρίες που εξετάζουν την ΤΝ ως υποκατάστατη ή συμπληρωματική δύναμη στην εργασία προσφέρουν ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για τις πιθανές μελλοντικές εξελίξεις. Η υποκατάσταση αναφέρεται στη χρήση της τεχνολογίας για την πλήρη αντικατάσταση ανθρώπινων επαγγελμάτων – όπως συνέβη κάποτε με τον χειριστή ασανσέρ ή τη στήλη των εφημερευόντων φαρμακείων.
Ηδη σήμερα, σε κάποιους τομείς της δημοσιογραφίας, η υποκατάσταση είναι πραγματικότητα. Στη Βρετανία, το ειδησεογραφικό πρακτορείο Press Association χρησιμοποιεί το σύστημα RADAR, που αξιοποιεί μη παραγωγική ΤΝ για τη δημιουργία ειδήσεων, επιτρέποντας σε πέντε μόνο δημοσιογράφους να συντάξουν πάνω από 400.000 τοπικές ειδήσεις σε διάστημα τριών ετών. Το 2023, ο όμιλος National World παρουσίασε τον πρώτο AI παρουσιαστή καιρού, ενώ νεότερες εφαρμογές περιλαμβάνουν και τη δημιουργία ολόκληρων podcasts από ΤΝ, όπως το Discover Daily της Perplexity.
Από την άλλη, το συμπληρωματικό μοντέλο βλέπει την ΤΝ ως εργαλείο που ενισχύει και αναβαθμίζει τις δημοσιογραφικές πρακτικές. Σε αυτό το σενάριο, η ΤΝ αναλαμβάνει επαναληπτικές και χρονοβόρες εργασίες, όπως η ανάλυση δεδομένων, ο έλεγχος γεγονότων ή η μεταγραφή συνεντεύξεων, επιτρέποντας στους δημοσιογράφους να εστιάσουν στην έρευνα και τη σύνθεση. Ενδεικτικά, το Associated Press έχει αναπτύξει λογισμικό που σαρώνει ιστοτόπους τοπικών Αρχών, σε όλες τις ΗΠΑ, για πιθανές ειδήσεις. Το BBC πειραματίζεται με την παραγωγή AI – παραγόμενων γραφικών για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στοχεύοντας νεότερης ηλικίας ακροατήρια.
Η επιλογή ανάμεσα σε αυτά τα δύο μοντέλα δεν είναι καθόλου απόλυτη. Η εμπειρία των τελευταίων δύο δεκαετιών, με την έλευση του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μας διδάσκει πως η πραγματικότητα σπάνια ακολουθεί ένα και μόνο μονοπάτι. Ούτε η ψηφιακή επανάσταση οδήγησε στην πλήρη άνθηση της δημοσιογραφίας, ούτε και βύθισε το πεδίο σε πλήρη δυστοπία. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σύμφυρμα αντιφατικών τάσεων – από τον εκδημοκρατισμό της ενημέρωσης έως την έκρηξη των ψευδών ειδήσεων και του «clickbait».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η σχέση της δημοσιογραφίας με την τεχνητή νοημοσύνη θα διαμορφώσει το μέλλον του επαγγέλματος. Το μονοπάτι της υποκατάστασης υπόσχεται χαμηλότερο κόστος, μεγαλύτερη ταχύτητα και αποδοτικότητα – παραμέτρους ιδιαίτερα δελεαστικές για ιδιοκτήτες που σκέφτονται κυρίως με όρους κέρδους. Αντίθετα, η συμπληρωματική προσέγγιση ενισχύει τη δημοσιογραφική ποιότητα και διασφαλίζει την παρουσία της ανθρώπινης κρίσης και ηθικής σκέψης, η οποία παραμένει απαραίτητη για την αξιόπιστη ενημέρωση.
Το δίλημμα αυτό δεν είναι μόνο τεχνολογικό ή οικονομικό, αλλά βαθιά ηθικό και κοινωνικό. Η επιλογή που θα γίνει θα αποτυπώσει τι είδους δημοσιογραφία επιθυμούμε να έχουμε: θέλουμε μια δημοσιογραφία απρόσωπη, αυτοματοποιημένη και φθηνή ή μια ενημέρωση με ανθρώπινη κρίση, δημοκρατική συνείδηση και ευθύνη απέναντι στην κοινωνία; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν θα καθορίσει μόνο την τύχη των δημοσιογράφων, αλλά και την ποιότητα της δημόσιας ζωής τις επόμενες δεκαετίες.