Σε όποια γωνία λήψης κι αν σταθεί κανείς, όπως κι αν διαβάσει τα πολιτικά μηνύματα από τις κάλπες σε Περιφέρειες και Δήμους, είναι απολύτως ορατό ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη πορεύεται στη νέα περίοδο όχι μόνον με ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά με επαναβεβαίωση της εικόνας πολιτικής κυριαρχίας που ανέδειξαν τον περασμένο Μάιο και Ιούνιο οι διαδοχικές εθνικές εκλογές. Η διαπίστωση δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των Περιφερειών ή των κερδισμένων Δήμων. Προφανώς έχουν κι αυτοί οι αριθμοί τη σημασία τους, αλλά αποτελεί κοινό τόπο ότι πουθενά, σε καμία κάλπη και σε κανένα επίπεδο, δεν διαμορφώθηκε αντικυβερνητικό κλίμα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το κεντρικό επιτελείο στο Μαξίμου κινούνται ήδη με τη βεβαιότητα ότι μπορούν να σχεδιάσουν τα επόμενα βήματα χωρίς να συγκροτούνται μέτωπα απέναντί τους.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μια κυβέρνηση ξεπερνά χωρίς κλυδωνισμούς το εμπόδιο των αυτοδιοικητικών εκλογών. Αλλωστε, η εμπειρία δείχνει ότι τα κριτήρια ανάμεσα στις κάλπες της αυτοδιοίκησης και τις εθνικές εκλογές διαφοροποιούνται. Το πρόσφατο ισπανικό παράδειγμα, όπου ο Πέδρο Σάντσεθ καταβαραθρώθηκε ακόμη και σε ιστορικά προπύργια των σοσιαλιστών, αλλά συσπείρωσε ξανά τη βάση του στις εθνικές εκλογές και έχει εκ νέου στα χέρια του την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, προσφέρεται προς επίρρωση. Θα μπορούσε ο αυριανός δεύτερος γύρος σε Αθήνα – Θεσσαλονίκη και έξι Περιφέρειες να αλλάξει το κλίμα;

Η απάντηση που έρχεται από κάθε κομματικό επιτελείο είναι κατηγορηματικά όχι. Το μόνον που μπορεί να προκύψει από τις δεύτερες κάλπες με αρνητική χροιά για την κυβέρνηση και τη ΝΔ είναι ένα μήνυμα ότι δεν θα πρέπει να θεωρούν τίποτα ως δεδομένο, ενώ παραμένουν μόνοι τους στο γήπεδο. Μια προειδοποίηση, εν ολίγοις, ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν εάν η διαχείριση και τα αντανακλαστικά αρχίσουν να προβληματίζουν. Η γενική πολιτική εικόνα καταγράφηκε στον πρώτο γύρο, αύριο τα τοπικά χαρακτηριστικά θα είναι εντονότερα σε κάθε αναμέτρηση. Στη βάση αυτή, έχουν ήδη προετοιμαστεί και οι αυριανές δηλώσεις: Την πρώτη Κυριακή κέρδισε η κυβέρνηση, στη δεύτερη χάνουν οι τοπικοί άρχοντες.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, το βασικό ζητούμενο για το Μαξίμου και την Πειραιώς στις αυριανές εκλογές είναι εάν μπορεί να επιτευχθεί στον μέγιστο βαθμό κινητοποίηση του κομματικού μηχανισμού για να αποφευχθούν δυσάρεστες εκπλήξεις ή για να ανατραπούν τα δεδομένα που διαμορφώθηκαν την περασμένη Κυριακή. Στους Δήμους, η Πάτρα και το Χαλάνδρι είναι δύο ιδιαίτερες περιπτώσεις που θα μπορούσαν και συμβολικά να σηματοδοτούν μια καθολική γαλάζια επικράτηση. Στις περιφέρειες, η Θεσσαλία και η διάσωση του Κώστα Αγοραστού έχει τη δική της σημασία, αλλά σε επίπεδο κινητοποίησης στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η Πελοπόννησος. Πρωτίστως γιατί στη συγκεκριμένη περιφέρεια επιχειρήθηκε μια αλλαγή παραδείγματος, που έβαλε στη ζυγαριά και τις εσωκομματικές ισορροπίες.

Πριν ακόμη προκύψει η αλλαγή εν πτήσει στην Αττική, με την αντικατάσταση Πατούλη από τον Χαρδαλιά, στην Πελοπόννησο είχε αποφασιστεί η αλλαγή φρουράς.

Σε αντίθεση με κάθε άλλη Περιφέρεια όπου οι νυν περιφερειάρχες κλήθηκαν να δώσουν εκ νέου τη μάχη, ο Παναγιώτης Νίκας είχε διαγραφεί από τη λίστα. Ο Κώστας Βλάσσης που ήθελε να περάσει από τα βουλευτικά έδρανα στην Περιφέρεια Πελοποννήσου δεν προκρίθηκε και ο Δημήτρης Πτωχός επιστρατεύθηκε σε μια εκλογική αναμέτρηση που δεν βρισκόταν στους σχεδιασμούς του. Το σήμα ανανέωσης είναι ισχυρό και για τη στήριξή του έχει κινητοποιηθεί κάθε γαλάζιο στέλεχος, μαζί με τον Μητσοτάκη.

Απέναντι σε έναν εκπρόσωπο της παλαιάς πολιτικής φρουράς που δείχνει να κλείνει τον κύκλο της, όπως ο Πέτρος Τατούλης, ο Πτωχός κατέγραψε ένα σημαντικό προβάδισμα που προϊδεάζει για μια άνετη εκλογή. Η μειωμένη αναγνωρισιμότητα που προβλημάτιζε έναν μήνα νωρίτερα, ξεπεράστηκε από την προσωπική και γενική κινητοποίηση. Αύριο κρίνεται εκ νέου και ο κομματικός μηχανισμός. Από τη Δευτέρα, ωστόσο, στο Μαξίμου ουδείς θα ασχοληθεί με αυτές τις κάλπες και θα αρχίσουν να βάζουν μπροστά το πλάνο των ευρωεκλογών – τη μόνη αναμέτρηση μέσα στην τετραετία που μπορεί να δημιουργήσει εκκρεμότητες.