Στις αρχές της φετινής χρονιάς είχα εστιάσει – πέρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, που στροβιλίζονται σε μια διαρκή «εποχή Τραμπ» – σε τρεις χώρες με δομικές και μεταδοτικές, αν και διαφορετικού είδους και μεγέθους, δημοκρατικές δυσλειτουργίες: το Ισραήλ, λόγω της συνύπαρξης στην εξουσία ενός ακραία αμοραλιστή πρωθυπουργού με ακροδεξιά και υπερεθνικιστικά στοιχεία, στην Ιταλία, όπου εξελίσσεται ένας εκ των έσω και μακριά από τις κάμερες εκφασισμός του πολιτεύματος και της κοινωνίας, και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ένας σπουδαίος λαός και ένα αποτελεσματικό επί αιώνες σύστημα διακυβέρνησης αυτοκτονούν σε μικρές δόσεις μετά το Brexit. Αυτή τη βδομάδα, το πρώτο πιόνι έπεσε.

Η ψήφιση από την κυβέρνηση Νετανιάχου του πρώτου τμήματος της «μεταρρύθμισης», δηλαδή καθυπόταξης, της δικαιοσύνης, βύθισε το Ισραήλ, αλλά και την παγκόσμια δημοκρατία, σε βαθύ σκοτάδι. Το ισραηλινό Κοινοβούλιο, η Κνεσέτ, με τις ψήφους μόνο της συμπολίτευσης και με σύσσωμη την αντιπολίτευση να αποχωρεί και την κοινωνία να βράζει, πέρασε τη Δευτέρα, μετά από μορατόριουμ λίγων μηνών, μια σημαντική περιστολή των δυνατοτήτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ελέγχει την κυβέρνηση, δηλαδή να εξασφαλίζει τη νομιμότητα. Πλέον, η Βουλή θα μπορεί, με απλή πλειοψηφία, να θεωρεί ότι ενδεχόμενη δικαστική εναντίωση σε συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία, διορισμό ή άλλο μέτρο δεν είναι «λογική» και να την παραμερίζει.

Πρόκειται για εξόφθαλμη κάμψη των αρχών της διάκρισης των εξουσιών, της νομιμότητας και του κράτους δικαίου, δηλαδή για ουσιαστική κατάλυση της δημοκρατίας. Η οποία γίνεται ακόμα πιο σοβαρή – αλλά και γι’ αυτό κατέστη δυνατή – από το γεγονός ότι το Ισραήλ, για λόγους που ανάγονται περισσότερο στην ίδρυση και στη θέση του κράτους παρά σε εξαρχής αντιδημοκρατική βούληση, δεν διαθέτει γραπτό Σύνταγμα, άρα στηρίζει τη λειτουργία του σε κοινά αποδεκτούς κανόνες «εθιμικής δημοκρατικότητας». Ο πρώτος ανάμεσα στους οποίους ήταν, ως την περασμένη Δευτέρα, ότι καμία εξουσία, ιδίως η εκτελεστική, δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη.

Ο ίδιος ο Νετανιάχου παρουσίασε αυτή την αλλαγή ως «μεγάλη νίκη»: έπειτα από πέντε εκλογές, και δύο ήττες, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και με μια σειρά από κατηγορίες και πιθανές καταδίκες, μεταξύ άλλων για διαφθορά, να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του, ήταν γι’ αυτόν μονόδρομος η αποφυγή πτώσης της κυβέρνησής του, και άρα η ικανοποίηση της υπόσχεσης που είχε δώσει στους ακραίους κυβερνητικούς συμμάχους του, αλλά και στον ίδιο τον διωκόμενο εαυτό του, για εκθεμελίωση της δικαιοσύνης. Από πλευράς δημοκρατίας, ωστόσο, αλλά και από πλευράς συνεπειών για τον λαό του Ισραήλ, πρόκειται για μια τεράστια ήττα: ενός κρατικού πειράματος «στη μέση του κόσμου» και εν μέσω εχθρών – γειτόνων αλλά και φανατικών σε κάθε γωνιά της γης – και μιας ανθεκτικής ως τώρα δημοκρατίας, που είχε καταφέρει, διαρκώς απειλούμενη, να συνθέσει τα ετερόκλητα στοιχεία του πληθυσμού και να προσφέρει ελευθερία και ευημερία που θα ζήλευαν πολλές χώρες.

Το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα αυτών των ημερών – γιατί περί αυτού πρόκειται – έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους, διέλυσε την εύθραυστη πολιτειακή. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι «απέναντι», διάσπασε, για πρώτη φορά από την ίδρυση του κράτους, τον στρατό και άρα έθεσε σε κίνδυνο την ασφάλεια του κράτους, απομόνωσε το Ισραήλ από τους συμμάχους του. Βαρύτατο τίμημα για να παραμείνει ένας αυταρχικός ηγέτης στην εξουσία – αλλά το τζίνι δεν ξαναμπαίνει στο μπουκάλι.