Η «πολύ δύσκολη», σύμφωνα με τον Τζο Μπάιντεν, απόφαση που έλαβε η Ουάσιγκτον να προμηθεύσει με πυρομαχικά διασποράς την Ουκρανία προκάλεσε αντιδράσεις τόσο από ανθρωπιστικές οργανώσεις και στενούς συμμάχους των ΗΠΑ, όσο και από μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος – που στηρίζουν κατά τα λοιπά το Κίεβο στον πόλεμο που δέχεται από τη Ρωσία. Τα όπλα αυτά είναι σχεδιασμένα να πλήττουν ευρείες περιοχές μέσω του διασκορπισμού δεκάδων μικροσκοπικών υποπυρομαχικών – πολλά από τα οποία όμως δεν εκρήγνυνται κατά την πρόσκρουση δημιουργώντας έτσι ένα ντε φάκτο ναρκοπέδιο ικανό να προκαλέσει θανάτους ακόμα και δεκαετίες αργότερα. Μόνο στο Λάος, τουλάχιστον 25.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν με αυτόν τον τρόπο μετά το τέλος των αμερικανικών βομβαρδισμών κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Συνολικά 123 χώρες λοιπόν – αλλά όχι οι ΗΠΑ, η Ρωσία ή η Ουκρανία – υπέγραψαν το 2008 τη σύμβαση του Οσλο, που απαγορεύει τη χρήση πυρομαχικών διασποράς. Και πολλοί προοδευτικοί Αμερικανοί διαμαρτύρονται τώρα πως, προμηθεύοντας με τέτοια όπλα την Ουκρανία, ο Μπάιντεν εκχωρεί το ηθικό πλεονέκτημα στη Μόσχα: οι ρωσικές δυνάμεις, σημειώνουν, καταγγέλθηκαν ευρέως για τη χρήση πυρομαχικών διασποράς τους πρώτους μήνες μετά την εισβολή τους στην Ουκρανία. Γράφοντας ωστόσο στην «Washington Post», ο Μαξ Μπουτ, ερευνητής στο αμερικανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, επισημαίνει πως οι δισταγμοί τους, όσο και κατανοητοί, είναι εσφαλμένοι – και επιζήμιοι για τον στόχο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ουκρανία.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ