Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Δεν μου είναι δύσκολο να γράψω για τον Λάκη Παπαστάθη. Τον αγαπημένο φίλο Λάκη. Το δύσκολο είναι να καταφέρω να μιλήσω για τα πολλά του πρόσωπα. Τις ποικίλες πλευρές της προσωπικότητάς του, χωρίς να παραμερίσω κάτι, χωρίς να υποβαθμίσω τίποτα. Ξέρω ότι θα αποτύχω. Μόνο λίγες λέξεις, λίγες εικόνες, και αυτές φευγαλέες.
Γνωριστήκαμε το 2004. Ηξερα βέβαια ήδη τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη, είχα δει τον «Θεόφιλο» αλλά και πολλά ντοκιμαντέρ στο «Παρασκήνιο». Ηξερα τα έργα, γνώρισα τον άνθρωπο πίσω από τα έργα και η συμπάθεια καθώς και η αμοιβαία εκτίμηση μας συνέδεσαν σιγά σιγά με στενή φιλία.
Θα μου λείψουν πολλά τώρα που μας άφησε. Πρώτα πρώτα θα μου λείψει το οξυδερκές του βλέμμα πάνω στα έργα μου. Α! Ο Λάκης αγαπούσε τη ζωγραφική! Την αγαπούσε με πάθος και την αναζητούσε παντού. Δεν ξέρω αν αυτή η πλευρά του είναι γνωστή σε πολλούς πέραν του στενού κύκλου των φίλων, αλλά έτσι ήταν, ένας λάτρης της ζωγραφικής που γύριζε σε ατελιέ νέων ζωγράφων για να δει τα καινούργια έργα τους. Να μιλήσει μαζί τους, να ποζάρει, να πει τι ένιωθε για το κάθε έργο. Και δεν ήταν εύκολος θεατής. Οχι! Αντιθέτως, έπιανε κάθε παραχώρηση στη φιλαρέσκεια, κάθε λανθάνουσα υποχώρηση ή στασιμότητα, και σου το 'λεγε, ή το 'νιωθες στην εύγλωττη σιωπή του. Αλλά, βέβαια, αισθανόσουν επίσης και τον ενθουσιασμό του όταν η ζωγραφιά τού άρεσε, πεταγόταν όρθιος και άρχιζε τα επιφωνήματα. Μετά μιλούσε για το έργο, έκανε αναφορές σε άλλα, ανίχνευε επιρροές, έβρισκε συγγένειες και στην επόμενη συνάντηση η κουβέντα θα ξαναγύριζε στα έργα που του άρεσαν, θα πρόσθετε καινούργιες παρατηρήσεις.
Ετσι ήταν. Ψυχή αφειδώλευτη, ενθουσιώδης. Πόσες φορές παρακινήθηκα να πάω να δω μια ταινία, μια θεατρική παράσταση, μια έκθεση μετά από έναν καφέ με τον Λάκη! Οταν γνωριστήκαμε, σύντομα συμφωνήσαμε να έρθει να ποζάρει. Ερχόταν πάντα στην ώρα του και πάντα φέροντας κάτι να φάμε: ζεστά και τραγανά κουλούρια που ήταν αδύνατον να μη δοκιμάσω, ωραία φρούτα που τα είδε στο μανάβικο καθώς ερχόταν, πάντα έβρισκε τον τρόπο να προσδίδει μεγαλείο και μοναδικότητα στα ταπεινά πράγματα. Κάθε πόζα την έκανε ένα μικρό «ντοκιμαντέρ», κράταγε συνέχεια τη φωτογραφική του μηχανή και τράβαγε φωτογραφίες εμένα που ζωγράφιζα το πορτρέτο του. Σύντομα πρόσθεσε κι ένα μαγνητόφωνο, διακριτικά και χωρίς να μου δημιουργεί περισπάσεις. Οι κουβέντες πάντα γύρω από τα αγαπημένα του ζητήματα: τη ζωγραφική του Νίκου Λύτρα, το περίφημο «Παρασκήνιο» με τον Γιώργο Ιωάννου, τη «μυθολογία» της οδού Πανεπιστημίου, τον Αλέξη Δαμιανό και τη μοναδική εμπειρία που έζησε κοντά του ως βοηθός σκηνοθέτη στα γυρίσματα της «Ευδοκίας» - ταινία την οποία κι εγώ λατρεύω. Ακούγαμε αγαπημένες μουσικές. Του άρεσε πολύ η 7η του Μπετόβεν με τη Φιλαρμονική της Βιέννης και μαέστρο τον Carlos Kleiber, ιδιαίτερα το δεύτερο μέρος της, το allegretto. Ενθουσιαζόταν στο άκουσμά του. Αλλά και η 5η του Σοστακόβιτς με τη Φιλαρμονική του Λένινγκραντ και τον Yevgeny Mravinsky. Μου έφερε δώρο και το CD. Το έργο του άρεσε. Εγώ πιστεύω ότι απέτυχα να κάνω νύξη της πολυπλοκότητάς του.
Λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορωνοϊού, πόζαρε ξανά. Τώρα μας φωτογράφιζε ο φίλος του και εξαιρετικός φωτογράφος Σταύρος Ανδριώτης. Την πρώτη μέρα δουλέψαμε τρεις άνθρωποι εντατικά τέσσερις ώρες. Θα συνεχίζαμε άλλη μια ή δυο μέρες. Μας πρόλαβε η καραντίνα. Και κατόπιν η αναπάντεχη ασθένειά του. Το έργο έμεινε ημιτελές. Οπως πολλά από τα σχέδια των ανθρώπων.
Πολλοί άξιοι ζωγράφοι φτιάξαν πορτρέτα του Λάκη. Τα αγαπούσε όλα και τα είχε κρεμασμένα στην πινακοθήκη του. Ή μήπως δεν ήταν έτσι το σπίτι του; Υπέροχη εμπειρία για όσους το είχαμε ζήσει, γεμάτο ζωγραφιές για τις οποίες μιλούσαμε με τις ώρες. Βιβλία και περιοδικά παλιά και μια μεγάλη οθόνη για να βλέπουμε ντοκιμαντέρ και ταινίες. Εκεί μαζεμένοι είδαμε, πριν κυκλοφορήσει, το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» και μιλήσαμε εκτενώς. Αλλά και το ντοκιμαντέρ για τον Κούνδουρο ή τον Θεόφιλο. Εκεί μιλήσαμε για τον Τσιτσάνη - το μεγάλο του πάθος - αλλά και για τον φίλο του Σαββόπουλο, τον Λοΐζο, τον Τσαρούχη, τα αγάλματα της Αθήνας, τη σκιά του ανδριάντα του Ρήγα Φεραίου που πέφτει το απόγευμα στον τοίχο του Πανεπιστημίου στα Προπύλαια και παραπέμπει σε εικόνες και σκέψεις μεταφυσικές. Αγαπούσε πολύ τα διηγήματα του Βιζυηνού και μιλούσαμε συχνά για την τραγική κατάληξη της ζωής του. Αγαπούσε όμως και τα διηγήματα του Μ. Μητσάκη, τα θεωρούσε λογοτεχνικά ντοκιμαντέρ. Κουβεντιάζαμε για όλα αυτά μέχρι αργά τη νύχτα. Συνήθως στο «Rosebud» στη Σκουφά, πριν κλείσει. Αλλά και στο μόνιμο στέκι του λίγο πιο πάνω, το «Φίλιον». Ο Βογιατζής, ο Χαλεπάς, ο Καραβάτζιο πάντα γύρω μας, στην κουβέντα μας, στις σκέψεις μας. Αυτά όλα έφυγαν μαζί του. Μας έμεινε το έργο του, τα φιλμ, τα βιβλία, η ματιά του, το γούστο του.
Σ' αυτά θα ανατρέχω πλέον.
Ο Γιώργος Ρόρρης είναι ζωγράφος