Τόσα χρόνια στην Αθήνα, δεκαετίες πια, και κάθε μέρα στα «νέα», όπως έλεγαν παλαιότερα τις ειδήσεις, περιμένω να ακούσω το Δελτίο Καιρού. «Τι να τον κάνεις τον καιρό στο κέντρο της Αθήνας;», γκρινιάζουν με το βίτσιο μου, «μήπως θα ταξιδέψεις;», με κοροϊδεύουν γνωρίζοντας πόσο με αγχώνουν τα ταξίδια. «Ασε να πει τον καιρό και μετά το αλλάζετε το ρημάδι», διαμαρτύρομαι. Αλλοι κουβαλούν τα χωριά τους καταμεσής της πρωτεύουσας, τους κάμπους και τα όρη, τα βελάσματα και τις νεροτριβές, εγώ πάλι τη θάλασσα του νησιού μου, τη δική μου θάλασσα.
Κάθε μέρα παρακολουθώ με ενδιαφέρον τα μποφόρ, τους ανέμους, βορειοδυτικούς, ανατολικούς, γαρμπήδες, όστριες ή μαΐστρους, σα να είναι συγγενικά μου πρόσωπα, άνθρωποι δικοί μου, και περιμένω νέα τους! Μα πιο πολύ τ' απαγορευτικά είναι που με συναρπάζουν, λες και βρίσκομαι ξεχασμένος στα Γκαλαπάγκος στη μέση ενός ωκεανού από αυτούς που σκιαγραφεί ο Μέλβιλ στο «Μόμπι Ντικ», ενώ στην πραγματικότητα είμαι συνήθως αραχτός στον καναπέ, μα νιώθω τη φρεσκαδούρα να έρχεται απειλητική από τα Γιούρα!
Αν σηκωθώ και βγω στη βεράντα μου, ω του θαύματος!, κάτω, στον δρόμο της πολυκατοικίας, θ' απλώνεται το λιμάνι με τον φουρτουνιασμένο ορίζοντα. Οι βάρκες θ' αναστατώνονται όπως τα άλογα που χλιμιντρίζουν στον κίνδυνο. «Σε λίγο θα βγάζει φίδια η θάλασσα», ακούω τον Κωνσταντή με τη στραβή τραγιάσκα της στεριανής ναυτοσύνης. «Ερχεται καιρός», αποφαίνονται οι βαρκαραίοι και οι ψαράδες με επιστημονική επισημότητα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
Είναι σα να ακούω τις φωνές τους να αντηχούν στη γειτονιά όπως ξεγλιστρούν ανάμεσα στα σοκάκια, τρυπώνοντας στις μισάνοιχτες θύρες για να ξαποστάσουν στις στοργικές ποδιές των νοικοκυράδων που κάθονται κοιτώντας το καζάνι ν' αχνίζει. Μια είναι η γειτονιά της ζωής μας - στις άλλες είμαστε φιλοξενούμενοι: αυτή που διασώζουμε στη μνήμη και στον χρόνο μας. Για μας τους νησιώτες είναι η θάλασσα!
Η γειτονιά μου είναι το ξύλινο γεφύρι στους Τρεις Ιεράρχες, εκεί που έγινε ο γάμος των γονιών μου και η κηδεία τους, το ξύλινο γεφύρι που δεν υπάρχει πια, όπως κι οι γονείς μου δεν υπάρχουν. Η γειτονιά, εκεί που κάποτε στο πεζούλι έστρωναν την κουβέρτα τα καλοκαίρια όταν έκλειναν το μαγαζί κι άπλωναν φαγητά πίνοντας το κρασάκι τους καλησπερίζοντας τους περαστικούς που τους αντικαλησπέριζαν, που κι αυτοί δεν υπάρχουν πια. Η γειτονιά με τις λεύκες που κάποτε θρόιζαν το δικό τους άγνωστο τραγούδι που δεν κατάλαβα ποτέ αλλά το ένιωθα πάντα δικό μου, μια μουσική μυστική που παράσερνε ο άνεμος στη θάλασσα, πέρα ως τη Σύρα που έπλεε απέναντι σαν καράβι.
Ούτε οι λεύκες έμειναν όρθιες, ούτε το λαγκάδι σώθηκε με τις ανόμοιες πλάκες του που σχημάτιζαν τόσο αρμονικά την ασυμμετρία, κι έβγαζε τα βήματά μας στη θάλασσα, ούτε οι μαυροφορεμένες γριές που οι πτυχώσεις των φαρδιών τους φουστανιών προστάτευαν όλες τις ιστορίες αυτού του τόπου - ιστορίες που δεν μπορούσες να φανταστείς, που έφταναν ως τα πέρατα του κόσμου κι ακόμα παραπέρα, συνήθως θλιμμένες από πένθη και απώλειες μα και κρυφές χαρές, λιγοστές αλλά γλυκές.
***
Κάθε βράδυ, στα «νέα» όπως έλεγαν παλαιότερα τις ειδήσεις, περιμένω να ακούσω το Δελτίο Καιρού, τις βροχές που θα 'ρθουν, τους θυελλώδεις άνεμους που θα σαρώσουν, τις λιακάδες που θα ζεστάνουν. «Λαδιά έχουμε σήμερα, μπουνάτσα κάιμα», κι αμέσως πετάγομαι στη μνήμη μου με τη φανέλα του Παναθηναϊκού με το νούμερο 7 στην πλάτη, αέρινος σαν τον Χάρη Γραμμό, από την πόρτα στην πεζούλα, πηδώ στο λαγκάδι σα ζαρκάδι, περνώ στην απέναντι όχθη, στ' αλάνι, το κέντρο του κόσμου όλου. Είναι αμφίβολο αν υπάρχει οποιοδήποτε άλλο μέρος πάνω στη γη που να μπορεί να συναγωνιστεί σε ομορφιά το αλάνι.
Μια χωματένια περίμετρος το αλάνι με γύρω-γύρω φτωχά σπιτάκια με φτωχές ζωές και ταπεινές μέρες να στοιβάζονται πανομοιότυπα η μια πάνω στην άλλη, έτσι που να μην ξεχωρίζουν, με μικρές αυλές και λεύκες γύρω-γύρω κι αυτές, φορτωμένες με τιτιβίσματα σπουργιτιών. Το αλάνι, η γειτονιά μου, η πατρίδα μου κάποτε, που ήταν σαν προέκταση του σπιτιού μας, σαν ένα αίθριο δωμάτιο που μαζευόμαστε με τους φίλους μας να χορτάσαμε ποδόσφαιρο, τρεξίματα και πολέμους με ξύλινα σπαθιά. Κάθε μέρα καβαλούσαμε τα καλάμια και καλπάζαμε στα όνειρα της ζωής μας. Ο καθένας κι ένας κόσμος ξεχωριστός, κυρίως ανυποψίαστος κι ευτυχισμένος, με λίγα γυαλενάκια, ακρωτηριασμένα στρατιωτάκια και μπόλικη χαρά.
Ηταν κάποτε μια γειτονιά με χαρούμενα παιδιά ό,τι κι αν έφερνε ο καιρός, λιακάδες ή σκοτεινιές. Η χαρά άντεχε, η χαρά ήταν η γειτονιά με τις λεύκες και τη θρυλική ποδοσφαιρική ομάδα μας «Τα Χαρούμενα Σπουργίτια» που τραγουδούσαν κάποτε. ...Τα πλοία που ξεκολλούσαν από το νησί και έσβηναν στον ορίζοντα απαλά.
***
Κάθε βράδυ που τελειώνει ο καιρός, ο νους τρέχει μυστικά στο δικό του σκοτεινό δρομολόγιο. Επιστρέφει λαθραία στο λείψανο της μουριάς που ξέμεινε απομεινάρι ενός κόσμου, της γειτονιάς που διασώζεται στο Κάποτε, σαν προσκυνητής που αναζητά τη σωτηρία της ψυχής του ανάμεσα σε σπίτια δίχως όνομα. Στη δική μας γειτονιά, των Τριών Ιεραρχών, του λαγκαδιού και του αλανιού, υπάρχει ακόμα το κουφάρι της μουριάς εκείνης που σκαρφαλώναμε σαν πιθήκια στο ζεστό κορμί της και πετάγαμε σαν πουλιά από κλαδί σε κλαδί. Κάθε που επιστρέφω στη Τήνο, την πλησιάζω και ακουμπώ το αφτί μου στο νεκρωμένο της σώμα προσπαθώντας από τις ρωγμές του να ξεχωρίσω κάποιον ξεχασμένο θόρυβο εκείνης της γειτονιάς.
Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας - δημοσιογράφος.