Υπάρχουν προβλέψεις διεθνών οργανισμών για σημαντική μείωση των ρυθμών ανάπτυξης  η/και ύφεση το 2022 και το 2023 στην Ευρώπη, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και του συνεχιζόμενου πληθωρισμού. Ομως, όπως φαίνεται, πλήττονται περισσότερο οι βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης, λόγω της μεγαλύτερης ανάγκης σε ενέργεια και του κόστους απόκτησής της. Πρώτη η Γερμανία υφίσταται τις συνέπειες της κρίσης.

Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές χώρες του Νότου φαίνεται να μην επηρεάζονται τόσο πολύ από την ενεργειακή  κρίση, καθώς το μειονέκτημα της χαμηλότερης εκβιομηχάνισής τους, σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης γίνεται, συγκυριακά, πλεονέκτημα. Αν εξαιρεθεί η Ιταλία, που βρίσκεται σε πολιτική αστάθεια μετά την παραίτηση Ντράγκι, οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου συνεχίζουν τη αναπτυξιακή τους πορεία παρά την αβεβαιότητα και τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία.

Ειδικότερα, η ελληνική οικονομία, παρότι ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (11,5% έναντι 8,6%) και το δημόσιο χρέος κοντά στο 200% του ΑΕΠ, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δείχνει σημεία αναπτυξιακής πορείας που οφείλεται κυρίως στη ζήτηση για επενδύσεις και κατανάλωση, στις εισπράξεις από τον τουρισμό και τις αυξημένες εξαγωγές πετρελαιοειδών από τα ελληνικά διυλιστήρια.

Οι επενδύσεις, επικουρούμενες από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, που έχουν αρχίσει να εισρέουν (10 δισ. περίπου το 2022 και 2023), στους τομείς της ενέργειας και της ψηφιακής μετάβασης, πέρα από τους παραδοσιακούς κλάδους των τεχνικών έργων και τις οικοδομής, προσφέρουν νέες θέσεις εργασίας, ενώ οι τουριστικές δραστηριότητες χρειάζονται άμεσα εργατικό δυναμικό που φθάνει τις 50.000 θέσεις.

Η γενναία χρηματοδότηση από το κράτος στην περίοδο της έξαρσης του κορωνοϊού, που ξεπέρασε τα 40 δισ. το 2020-2021 και η «αναγκαστική αποταμίευση» των ελλήνων πολιτών, λόγω κυρίως της παύσης των ταξιδιών αναψυχής και της διασκέδασης, συνεχίζει να συντηρεί σημαντική καταναλωτική ζήτηση που συμβάλει στην αύξηση του ΑΕΠ και στο δεύτερο τρίμηνο του 2022, ενώ αυξάνονται και το διαθέσιμο εισόδημα και οι καταθέσεις.

Η ευνοϊκή, για τις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου, πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με την επαναγορά των ομολόγων, κυρίως της Ιταλίας και της Ελλάδας, ώστε να μην επιτραπεί στις διεθνείς αγορές να «κερδοσκοπήσουν», έχει σταθεροποιήσει τις αποδόσεις τους γύρω στο 2,5%-3%, ενώ θα μπορούσαν να ξεπεράσουν και το 5%, όπως φάνηκε, πριν εξαγγελθεί η πολιτική αυτή. Ετσι, το κόστος του χρήματος δεν αυξάνεται υπέρμετρα και οι ευρωπαϊκές χώρες του Νότου μπορούν να αναχρηματοδοτούν το χρέος τους και να δανείζονται χωρίς μεγάλα προβλήματα.

Αν σταθεροποιηθεί ο πληθωρισμός και αρχίσει να υποχωρεί, όπως προβλέπεται το 2023-24 από όλους τους διεθνείς οργανισμούς, ώστε να περιορισθεί η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μεσαίων και χαμηλότερων εισοδηματικών κοινωνικών στρωμάτων, μπορεί η αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας να συνεχισθεί, έστω με χαμηλότερους ρυθμούς από 4-5%, που προβλέπεται αυτή τη χρονιά. Οι διεθνείς επενδυτές δείχνουν να εμπιστεύονται τη χώρα μας και να επενδύουν (3,5 δισ. ξένες επενδύσεις από την αρχή του 2022) καθώς θεωρούν ότι αποτελεί μια νησίδα σταθερότητας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο με σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό και συνετή δημοσιονομική πολιτική.

Ωστόσο, παρατηρείται διευρυνόμενο έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας μας (περίπου 6% ΑΕΠ) που δείχνει πως καθώς αναπτύσσεται η ελληνική οικονομία και συνεπώς αυξάνεται η εγχώρια ζήτηση για κατανάλωση και επενδύσεις, η εγχώρια παραγωγή υπολείπεται σημαντικά. Χρειάζεται συνεπώς μεγαλύτερη αύξηση των επενδύσεων για την κάλυψη του «επενδυτικού κενού», ώστε να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή και η παραγωγικότητα και έτσι να περιορισθεί το έλλειμμα.

O Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τ. υπουργός, τ. αντιπρύτανης