Στο προηγούμενο άρθρο μου σε αυτή τη στήλη τόνιζα ότι η λεγόμενη Δύση και κατά κύριο λόγο οι μεγάλες της δυνάμεις οφείλουν να δουν την απρόκλητη, βάρβαρη, εξ ορισμού καταδικαστέα και άκρως επικίνδυνη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία και την απορρέουσα πολιτική και ανθρωπιστική κρίση ως ευκαιρία επίσης ειλικρινούς επανακαθορισμού του ρόλου τους στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή. Νομίζω ότι ελάχιστοι θα αμφισβητούσαν ότι οι δυτικές δημοκρατίες, με όλες τις ατέλειές τους, εκπροσωπούν τα πιο εξελιγμένα παραδείγματα πολιτικού φιλελευθερισμού σήμερα στον κόσμο. Πρόκειται για μια σημαντική, μακρόχρονη κατάκτηση της μεταδιαφωτιστικής ευρωπαϊκής σκέψης και πολιτικής και των μετεξελίξεών τους στη βορειοαμερικανική ήπειρο.

Αυτή η κατάκτηση, ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις στηρίχθηκε ή, ορθότερα, υποβοηθήθηκε από την αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική απαξίωση και χειραγώγηση άλλων λαών και φυλών. Οντας ή, μάλλον, θέλοντας να αναγνωριζόμαστε ως πολιτικά φιλελεύθεροι και δημοκρατικοί, οφείλουμε οι «Δυτικοί» να μη λησμονούμε την αλήθεια αυτή. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, για πολλούς και εξαιρετικά σύνθετους λόγους, έλαβαν χώρα στους κόλπους της Γηραιάς Ηπείρου.

Οι δύο αυτές συνθήκες, δηλαδή 1) η εδραίωση λίγο-πολύ σταθερών δημοκρατιών και, βάσει των μέχρι τώρα ιστορικών δεδομένων της μεταδιαφωτιστικής περιόδου, συγκριτικά υποδειγματικών πολιτικών συστημάτων και 2) οι οφειλές (ομολογημένες ή όχι) του «δυτικού» κόσμου στον υπόλοιπο (κυρίως τον αφρικανικό και τον ασιατικό, αλλά και τον λατινοαμερικανικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένου και του προκολομβιανού) καθιστούν τις ηγετικές ευθύνες της «Δύσης» ακόμη πιο βαριές και επιτακτικές. Η συνέπεια λόγων και έργων είναι μια βασική αρχή επί της οποίας τα πεπραγμένα, άρα και η αξιοπιστία ή η ροπή προς την υποκρισία, κρίνονται στις δημοκρατικές, κυρίως, κοινωνίες.

Σε ποιον βαθμό η Δύση είναι συνεπής με τον εαυτό της και τις αξίες που προβάλλει, εν πολλοίς δικαίως, ως αδιαπραγμάτευτες σταθερές της κοινωνικοπολιτικής συνεκτικότητάς της, της ίδιας της υπόστασής της; Φρονώ ότι πρόκειται για μείζον ερώτημα που οι πολιτικοί ηγέτες της πρέπει να διερευνήσουν συστηματικά. Οι λεγόμενοι πνευματικοί ταγοί της (αν υπάρχουν τέτοιοι στην περίοδο του συχνά κατακερματισμένου λόγου και σκέψης που διανύουμε) ως έναν βαθμό το κάνουν, ιδίως εκείνοι που δεν χειραγωγούνται και δεν επιθυμούν να χειραγωγήσουν – αλλά αυτοί έτσι κι αλλιώς σπάνια εισακούονται από τους φορείς της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, αν δεν περιθωριοποιούνται ως γραφικοί βοώντες. Μήπως θα έπρεπε, αφήνοντας για λίγο την προσπάθεια ορισμού ή εξορκισμού του αδιαμφισβήτητα αντίπαλου δέους των σχισμογενετικών «ετέρων» τους, οι πολιτικοί ηγέτες της Δύσης να εντρυφήσουν στην αρετή της αυτογνωσίας των κοινωνιών που εκπροσωπούν – αρετή που τόσο πανηγυρικά και αυτάρεσκα συχνά προβάλλεται ως μία από τις θεμελιώδεις απαρχές της «δυτικής» σκέψης; Μια περίπτωση όπου περίτρανα η αξία της εν λόγω αρετής ή, μάλλον, της αρχής της πολιτικής συνέπειας που ανέφερα πιο πάνω τίθεται εν αμφιβόλω ή υποτιμάται αναφανδόν και ασύστολα είναι η ενίσχυση του τουρκικού αναθεωρητισμού και επεκτατισμού.

Επί ποίας «δυτικότροπης» αξιακής αρχής η Γερμανία, η Ισπανία, η Ιταλία, π.χ., στηρίζουν τον εξοπλισμό μιας χώρας που στην παρούσα φάση τελεί σε επικίνδυνη «κατάσταση εξαίρεσης»; Μια χώρα που είναι η κυρίως υπεύθυνη για τον συνεχιζόμενο επί μισό αιώνα διαμελισμό ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους, της Κύπρου, φαινόμενο μοναδικό στην ΕΕ, και όχι μόνο;

Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη, επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ