Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται από τα τέλη Φεβρουαρίου. Ο κίνδυνος επέκτασής του δεν έχει αποφευχθεί και σχεδόν όλα παραμένουν στο τραπέζι. Aν και επίσημα δεν έχει κηρυχθεί πόλεμος ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις και τη Ρωσία, αυτός ως έναν βαθμό de facto ήδη υφίσταται. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, όπως ούτε οι ειδικοί μπορούν να είναι βέβαιοι, λόγω του άκρως ιδιοσυγκρασιακού πολιτειακού καθεστώτος στη Ρωσία και την έλλειψη ελευθερίας έκφρασης που επικρατεί εκεί, σε ποιον βαθμό ο ρωσικός λαός επιβραβεύει τις επιθετικές πρωτοβουλίες του ηγέτη του – αν και θα μπορούσε κανείς να εικάσει ότι η συστηματική επίσημη προπαγάνδα στη συγκεκριμένη χώρα έχει επηρεάσει αποφασιστικά την κοινή γνώμη. Αλλωστε, η κατευθυνόμενη προπαγάνδα είναι από τα αποτελεσματικότερα όπλα ήπιας ισχύος, ιδίως στα χέρια φορέων αυταρχικής εξουσίας.

Αυτό που εκπλήσσει κοινούς θνητούς, δηλαδή αυτούς που δεν έχουν πρόσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων, είναι ότι κάτι προφανώς δεν πήγε καλά και η λεγόμενη Δύση δεν κατάφερε να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη. Από αυτή την οπτική, ο πόλεμος στην Ουκρανία φέρνει στην επιφάνεια, πρέπει να φέρει, διάφορα ερωτήματα σε σχέση με τον ρόλο της Δύσης και τις ευθύνες της (ενεργητικές ή παθητικές – αν, βεβαίως, μπορεί να υπάρχει η έννοια παθητικών ευθυνών, ειδικά στην αρένα των διεθνών σχέσεων) για την πυροδότηση και εξέλιξη των πολλαπλών, ανθρωπιστικών και γεωπολιτικών, κρίσεων τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία. Δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ηγέτες των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης είχαν αποκλείσει ή δεν ανέμεναν την επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Κατά πόσο η στρατηγική του ρώσου αρχηγού μέχρι τώρα είναι αποτέλεσμα «ρεαλιστικών» εκτιμήσεων εκ μέρους του ή αποκύημα έλλειψης υγιούς επαφής με την πραγματικότητα και μιας μεσσιανικής, δηλαδή παραληρηματικής, αντίληψης των πραγμάτων, έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφόρων εικασιών.

Ωστόσο, δεν απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες (βασικές γνώσεις της ανθρώπινης ιστορίας και ψυχισμού αρκούν) να αντιληφθεί κανείς αυτό που θεωρώ σχεδόν αυταπόδεικτο γεγονός: φορείς αυθαίρετης εξουσίας, τόσο στο παρελθόν (πχ. Χίτλερ, Μουσολίνι κ.ά.) όσο και στις ημέρες μας, ιδίως αυτοί που εμφορούνται από το πνεύμα ενός άκρατου νεο-μεσαιωνισμού, τελούν σε (και επιβάλλουν) μια διηνεκή «κατάσταση εξαίρεσης» («Aushnahmezustand»).

Η «εξαιρετική» αυτή κατάσταση τους εξαιρεί όχι μόνο από τις συνέπειες του υπό ομαλές συνθήκες νοούμενου και ισχύοντος δικαίου, αλλά και από τους μηχανισμούς πρόσληψης και διαχείρισης της πραγματικότητας. Πολλές επιλογές τους είναι σχεδόν εξ ορισμού ακραίες, στο μεταίχμιο της παρανοϊκής, μεγαλομανούς αντιμετώπισης του κόσμου.

Αν αυτή η ερμηνεία ισχύει, ένα επιπλέον ερώτημα που τίθεται, με αφορμή τη βάρβαρη επίθεση στην Ουκρανία και σχετικά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, είναι τι πρέπει να πράξει η Δύση για να αποτρέψει τη νεο-μεσαιωνική «κατάσταση εξαίρεσης» στην οποία τελούν και ο τούρκος ηγέτης και οι σύμμαχοί του; Αν στην περίπτωση της Ρωσίας, του (κατεξοχήν, μαζί με την Κίνα) «ετέρου» του σχισμογενετικού μοντέλου στο οποίο (και) η Δύση έχει στηρίξει την υπόστασή της, η αποποίηση από την τελευταία ευθυνών εμφανίζεται σχετικά εύκολη ή και εύλογη, στην περίπτωση της Τουρκίας, «συμμάχου» της στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, έχει η Δύση αναλογιστεί τη συμβολή της στην ενίσχυση της επιθετικότητας του τούρκου ηγέτη;

Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη, επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ