Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
«Τα χρόνια εκείνα, γαλουχηθήκαμε από τους γονείς μας με την Ελλάδα μέσα στην ψυχή μας. Πώς να ξεχάσω, στην Ανακωχή, τον πατέρα μου με το λεξικό στο χέρι, να οδηγεί τη μαμά να ράψει την ελληνική σημαία; Ενα σεντόνι κόπηκε σε λωρίδες, οι μισές βάφτηκαν σε μελάνι μπλε. Και οι ελευθερωτές διερωτώντο πού βρέθηκαν ξαφνικά τόσες ελληνικές σημαίες...». Αυτά γράφει στο βιβλίο της «Ιχνογραφίες»1 η Λιλή Αλιβιζάτου, αλλά εγώ η τυχερή, μαζί με πολλούς και πολλές άλλες τυχερούς/τυχερές, ακούω τη φωνή της να μου τα διηγείται - αυτά και τόσα άλλα. Και θα την ακούω πάντα. Κανένας που άκουσε τη φωνή της δεν θα την ξεχάσει ποτέ.
Γιατί κάποιοι άνθρωποι ζουν πολλά χρόνια; Δεν υπάρχει ίσως πιο ανόητη ερώτηση, αλλά να που για την περίπτωση της κυρίας Αλιβιζάτου η απάντηση έρχεται άμεσα, αφιλτράριστη και ακατέργαστη: Γιατί πρέπει. Γιατί κάθε της μέρα, κάθε της στιγμή, ήταν χρειαζούμενη. Ο χρόνος της δεν ήταν ούτε του παρελθόντος ούτε του παρόντος ούτε του μέλλοντος, ήταν απλά ο χρόνος ο δικός της. Ο χρόνος που μας χαρίστηκε, ως δώρο, για να πάρουμε όλα όσα είχε να μας δώσει. Και τον οποίο η ίδια πλήρωσε ακριβά (πάντα ο ανθρώπινος χρόνος έχει το ακριβό του τίμημα), αλλά πάντα με τη γαλήνη της ύπαρξής της.
Γαλήνη; Ποιος θνητός έχει ευνοηθεί με τέτοια ευλογία; Ομως η κυρία Αλιβιζάτου που, τυφλή, έπλεκε με υπέροχα σχέδια και χρώματα για τα προσφυγόπουλα, που τα βράδια (τα ατέλειωτα βράδια με το σκοτάδι των ματιών της βυθισμένο στο σκοτάδι της νύχτας χωρίς να μπορεί να διαβάσει, «τα βράδια που δεν περνάνε») άκουγε ραδιόφωνο και περίμενε υπομονετικά την αυγή, ευλογήθηκε έτσι. Και έτσι μας ευλόγησε: με τη γαλήνη, τη σοφία, το χιούμορ, την αξιοπρέπεια και κυρίως την καλοσύνη της. Οσοι τη βλέπαμε και όσοι την ακούγαμε προσδοκούσαμε αχόρταγα να την ξαναδούμε και να την ξανακούσουμε για να πάρουμε λίγη ακόμα από τη δύναμη και χαρά που μας χάριζε.
Το ότι γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 1911 και ήρθε στην Αθήνα λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή· το ότι ήταν η αδελφή του Γιώργου Θεοτοκά και κρατούσε το αρχείο του, υποδεχόμενη πάντα όλους τους σπουδαστές και μελετητές του έργου του, μέχρις ότου το δώρισε το 2016 στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα· το ότι παρακολουθούσε σαν ακροάτρια στο πανεπιστήμιο τους καθηγητές Αμαντο, Συκουτρή και Βέη και έκανε μαθήματα ζωγραφικής με τον Γουναρόπουλο· το ότι παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Αλιβιζάτο, καθηγητή Ιατρικής και διευθυντή της Πολυκλινικής Αθηνών· το ότι ήταν μητέρα της Δανάης και του Νίκου (και πόσο, πόσο περήφανη για τα παιδιά και τα εγγόνια της!)· το ότι γνώρισε όλους όσοι άφησαν τα ίχνη τους σ' αυτόν τον τόπο· το ότι αγωνίστηκε σκληρά, θαρραλέα, εθελοντικά για όσους είχαν ανάγκη (στην Κατοχή ερυθροσταυρίτισσα για τις οικογένειες των εκτελεσθέντων και για τα παιδιά που νοσηλεύονταν στην Πολυκλινική, μετά στο Πολυτεχνείο, μετά για τους πρόσφυγες της Κύπρου και μετά για παιδιά της Κιβωτού του Κόσμου και για τα προσφυγόπουλα της Χίου) - όλα αυτά και πολλά άλλα αποτελούν μέρος του βιογραφικού της που όμως δεν θα μπορέσει ποτέ να περιγράψει τη γλύκα του χαμόγελού της, την πονηράδα του όταν γελούσαμε με κάτι, τον πόνο που απλωνόταν στο πρόσωπό της όταν άκουγε για άλλη μια περίπτωση αδικίας, ή κακουχίας, ή ανάγκης. Ολα, όλα την αφορούσαν, με τον τρόπο που αφορά μια μητέρα οτιδήποτε συμβαίνει στην αγκαλιά της. Η αγκαλιά της χωρούσε τα πάντα και η ματιά της τα έβλεπε όλα - και για όλα προσπαθούσε να κάνει κάτι.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που έρχονται στη ζωή μας ως ευλογία κι ανταμοιβή. Η δική τους ζωή και η ζωή των πολύ δικών τους παραμένει προφυλαγμένη, με αξιοπρέπεια και τρυφερότητα, στον περίκλειστο χώρο του ιδιωτικού πεδίου, τον χώρο αυτόν που τείνει στις μέρες μας να χαθεί καθώς μπερδεύουμε (ή εκμεταλλευόμαστε) τα όριά του. Με την κυρία Αλιβιζάτου δεν υπήρξε ποτέ τίποτα το μπερδεμένο. Οταν έπιανα τα χέρια της στα δικά μου (ή εκείνη τα δικά μου), μου έδινε κάτι που είχα χάσει και νόμιζα ότι δεν θα ξαναβρώ ποτέ: μια παρηγοριά. Μια σιγουριά. Μιαν ανάμνηση από χρόνια περασμένα, τότε που η τιμή και η αξιοπρέπεια ήταν θέμα καθαρά προσωπικής ευθύνης, που ο απολογισμός της κάθε συνείδησης ήταν μυστικός και αυστηρός και δεν δημοσιευόταν πουθενά, που η έννοια της κοινωνικής προσφοράς, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης ήταν το αυτονόητο που δεν χρειαζόταν ούτε αναρτήσεις ούτε κοινωνικές εξαγγελίες. Μισή ώρα με την κυρία Λιλή Αλιβιζάτου σού θύμιζε (ή σου μάθαινε) πώς γινόντουσαν τα πράγματα κάποτε σ' αυτήν εδώ τη χώρα: πώς κάποτε στήθηκε από κάποιους μια κοινή συνείδηση που τελικά έκανε πολλά και ήθελε να κάνει πολλά ακόμα. Βοηθάς τους άλλους, γιατί δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Νοιάζεσαι για τους άλλους, γιατί είναι αυτονόητο. Ζεις ανάμεσα στους άλλους, σε μια κοινωνία συνανθρώπων, και όταν πονούν, πονάς. Αυτό ήταν η κυρία Αλιβιζάτου. Κυρία Λιλή, πόσο θα μας λείψετε.
Η Καρολίνα Μέρμηγκα είναι συγγραφέας
1 «Ιχνογραφίες», Λιλή Αλιβιζάτου, Δεκέμβριος 2011