Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Μια σημαντική μορφή της αμερικανικής πεζογραφίας, έτσι όπως αυτή εξελίχθηκε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η παρουσία της Κάρσον ΜακΚάλερς στα ελληνικά εκδοτικά πεπραγμένα δεν αντιμετωπίστηκε με τη δέουσα προσοχή. Ισως τώρα είναι μια τελευταία ευκαιρία να ξαναδούμε μια πεζογράφο που περιέγραψε με γλαφυρότητα τον εσωτερικό κόσμο των αποδιωγμένων του κόσμου ετούτου. Μαζί με τη Φλάνερι Ο'Κόνορ υπήρξε η συγγραφέας που διαμόρφωσε εκ νέου το ύφος του γκόθικ του αμερικανικού Νότου. Μια αφήγηση που εξερεύνησε τις ποικίλες πηγές της παραφροσύνης, τη μέγγενη των θρησκευτικών παραδόσεων, την αποσάθρωση των ιδεαλιστικών αρχών του παλιού Νότου. Το άτομο βρίσκεται μπροστά στην απελπισία λόγω της απώλειας των ισορροπιών του, ενώ δυσκολεύεται να περιγράψει τον νέο κόσμο που αναδύεται.
Η Κάρσον ΜακΚάλερς, που γεννήθηκε στην Πολιτεία της Τζόρτζια από οικογένεια κοσμηματοπωλών, υπήρξε μια βασανισμένη ύπαρξη. Από μικρή τη χτύπησαν σοβαρές ασθένειες. Η ζωή της ήταν ένα γαϊτανάκι αδιέξοδων, συναισθηματικών τραγωδιών και αναζήτησης ερωτικής ταυτότητας. Το γράψιμο ήταν η μόνη διέξοδός της. Με το «Η καρδιά κυνηγάει μονάχη» το 1940 έκανε το ντεμπούτο της στην πεζογραφία. Η ίδια ήταν μόλις 23 ετών. Ως έναν μεγάλο βαθμό υπήρξε η προέκταση της προσωπικής της οδύνης, ενός μοναχικού δρόμου που περιείχε παρά ταύτα τις αποχρώσεις μιας παλλόμενης ψυχοσύνθεσης.
Το βιβλίο περιγράφει τις φυγόκεντρες πορείες μιας ομάδας ανθρώπων που βρίσκονται στο περιθώριο. Προσπαθούν να καταλάβουν ποιοι είναι και πώς μπορούν να ανήκουν κάπου. Κεντρικός ήρωας, ο Τζον Σίνγκερ, με προβλήματα ακοής και ομιλίας. Συγκεντρώνει τις αναμνήσεις και τις επιθυμίες των υπολοίπων. Μια σχεδόν συμβολική οντότητα πλασμένη από το δράμα της καθημερινής αποξένωσης. Μια αλλόκοτη φιγούρα που έρχεται από το περιβάλλον του μακάβριου, υπενθυμίζοντας τη φθορά που επιφέρει η ασυνεννοησία. Με όχημα τον Σίνγκερ η συγγραφέας εμβαθύνει στην τρέλα που αναβλύζει από τις στρεβλές αξίες της κοινότητας. Ο Σίνγκερ δρα σαν απορροφητήρας αυτής της χαυνωμένης πόλης του Νότου και συνάμα ως αναμεταδότης της μετέωρης ιδιοσυγκρασίας του. Κοντά του βρίσκεται και ο ελληνικής καταγωγής Σπύρος Αντωνόπουλος. Είναι ο άνθρωπος που συμπληρώνει τον Σίνγκερ, ενώ ο ίδιος βρίσκεται στα πρόθυρα της πνευματικής διάλυσης. Από 'κεί και πέρα ανοίγεται μια βεντάλια χαρακτήρων, όπως το αγοροκόριτσο που του αρέσει η μουσική, ένας αποτυχημένος αγκιτάτορας, ο μαύρος γιατρός που κάνει αγώνα για τη φυλή και ο αλκοολικός συνδικαλιστής. Ολοι οι παραπάνω αντιπροσωπεύουν τη μεγάλη τοιχογραφία των ανθρώπων που έχουν ξεπέσει στου δρόμου την άκρη. Με τη διαφορά όμως πως ο κάθε ήρωας δεν υιοθετεί παθητικά την ταυτοτική του πλαισίωση, αντιθέτως κάνει αγώνα για να ξαναβρεί το σχήμα που θα τον/την περιέχει και εκπροσωπεί.
Μόλις κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα, αμέσως σήκωσε σκόνη. Εγινε αντικείμενο συζητήσεων για το πώς ένα πολύ νεαρό κορίτσι, η Κάρσον ΜακΚάλερς δηλαδή, μπόρεσε να συλλάβει ως έναν μεγάλο βαθμό εκείνους που είχαν απορριφθεί, κακοποιηθεί και η κοινότητα τους είχε αφήσει στην τύχη τους. Η συγγραφέας με ωριμότητα πάνω από την ηλικία της κατόρθωσε να μπει στα ρούχα των χαρακτήρων της και να κοιτάξει μέσα από το δικό τους βλέμμα τις παθήσεις όσων κρέμονται από μια κλωστή και τις πεποιθήσεις εκείνων που συνεχώς κωφεύουν.
Στο πρώτο της αυτό βιβλίο, όπως και σε αρκετά ακόμη που θα ακολουθήσουν, με διασημότερο εξ αυτών το «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» (μτφρ. Ντίνα Τριανταφυλλοπούλου, Μεταίχμιο), η Κάρσον ΜακΚάλερς σμιλεύει το σύμπαν της πλοκής της εκκινώντας από το εξής: στο μαλακό υπογάστριο μιας κοινωνικής δομής που νομίζει ότι αναπτύσσεται γραμμικά από τον αρχαϊσμό στη μοντερνικότητα τοποθετεί την αναπηρία. Την οφθαλμοφανή μειονεξία του ατόμου που δεν είχε, ούτε προβλέπεται να αποκτήσει, φωνή. Είναι πλασμένο από του Οιδίποδα τον διχασμό: ενώ τροχιοδρομεί προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσης του «χρησμού», ταυτόχρονα προσπαθεί με νύχια και με δόντια να ξεφύγει από τη μοίρα του. Από τα βάθη του «ανολοκλήρωτου» όντος σχηματίζεται ο ζωτικός κύκλος της ύπαρξής μας.
Ο μηχανισμός του ονείρου
Στο παρόν έργο η συγγραφέας ανακαλύπτει τρόπους να συναρμολογήσει συναισθηματικά τους χαρακτήρες της. Είναι αυθεντικοί ήρωες που αρκετές φορές στον καθρέφτη της εκκεντρικότητάς τους αντανακλάται η απόλυτη αλήθεια τους. Τα alter ego της Κάρσον ΜακΚάλερς είναι αδύναμα στο να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Μέσα από τον μηχανισμό του ονείρου προσεγγίζουν τη φανταστική και συνάμα πραγματική εικόνα της συναισθηματικής τους ολοκλήρωσης. Ανθρωποι που αναζητούν στο ημίφως την απτή τους διάσταση αναμένουν στωικά να καταγράψουν τα πατήματά τους. Αισθαντικοί με τον δικό τους πρωτόγονο τρόπο μέχρι τέλους. Η ίδια δήλωσε κάποτε γι' αυτό: «Ζω αποκλειστικά με τους χαρακτήρες μου κι εκείνοι κάνουν την απελπιστική μοναξιά μου λιγότερο ανοίκεια».
Το ζήτημα της μοναχικότητας έχει εξεταστεί ευρέως από τη λογοτεχνία και όχι μόνο. Ομως ένα από τα κύρια στοιχεία που φέρνει στο σήμερα το «κορίτσι - θαύμα» του αμερικανικού Νότου είναι η εγγενής αδυναμία των ανθρώπων να εκφραστούν όπως τους ταιριάζει και να γίνουν κατανοητοί σε όλες τους τις δυνατές διαστάσεις. Οντότητες που αισθάνονται ελλιπείς. Η όποια αναπηρία τους είναι αποτέλεσμα της απόστασης που έχουν ανάμεσα στις προσλαμβάνουσες του εαυτού τους και στις εξωτερικές συνθήκες. Απαιτούν να απελευθερωθούν από τα δεσμά και να κοιτάξουν κατάματα εντός τους, πέρα από το σύνολο των δεσμεύσεων που τους επιβάλλονται βίαια.
Το μυθιστόρημα σήμερα βρίσκεται στη 17η θέση της λίστας της Modern Library με τα 100 καλύτερα έργα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Πρωτοεκδόθηκε στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Εξάντας το 1981, σε μετάφραση Βικτώριας Τράπαλη. Η τωρινή απόδοση του Μιχάλη Μακρόπουλου αποτελεί εχέγγυο για τη διάσωση του βιβλίου και της κακώς παραγκωνισμένης Κάρσον ΜακΚάλερς. Για μια συγγραφέα που στους κρατήρες των πληγών έβλεπε να φυτρώνουν λουλούδια.