Πώς θα ήταν άραγε η 25η Μαρτίου του 2021, αν δεν τύχαινε να συμπέσει με τη χειρότερη, την πιο επικίνδυνη στιγμή της πανδημίας; Αν η υγειονομική ανάγκη δεν επέβαλλε την απουσία του σημαιοφόρου πλήθους από τους εορτασμούς ανά την επικράτεια και δεν μας κρατούσε κλεισμένους στα σπίτια μας, θεατές εξ αποστάσεως μιας συγκινητικά λιτής παρέλασης στην Αθήνα;

Ποιος ξέρει; Μπορεί η πανδημία να μας στέρησε μιαν ευκαιρία συμμετοχής σε κάτι αξέχαστο. Μπορεί να στέρησε την επέτειο των 200 χρόνων από τη λάμψη ή το βάρος που της αναλογούσαν. Μπορεί και να μας γλίτωσε από μια ακόμη καταιγίδα εορταστικής λογοδιάρροιας και ταρατατζούμ κακογουστιάς – αν και τίποτε δεν θα μπορούσε να συναγωνιστεί σε κιτς τις αξέχαστες γιορτές του Πάνου Καμμένου στην Πλατεία Συντάγματος. Μπορεί και να ωφέλησε. Αυτή η αναγκαστική λιτότητα της γιορτής να βοήθησε έναν εορτασμό πιο ουσιαστικό. Πιο ταιριαστό στη στιγμή που ζούμε και τις ανάγκες της.

Είναι μια παράξενη στιγμή.

Την ορίζουν από τη μια πλευρά οι συνέπειες της μακράς υγειονομικής κρίσης. Η κόπωση, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα που μετριούνται τώρα ως τα κυρίαρχα συλλογικά αισθήματα. Η δυσπιστία και η αμφισβήτηση που διαδέχθηκαν το κλίμα εμπιστοσύνης της περασμένης άνοιξης, στο πρώτο κύμα της πανδημίας, τότε που οι θετικές γνώμες για τους κυβερνητικούς χειρισμούς έφθαναν το 87%, για να περιοριστούν τώρα στο μισό, στο 43%. Οι φόβοι πως οι συνθήκες υγειονομικής επιτήρησης μπορεί να αφήσουν πίσω τους μόνιμες βλάβες στο σώμα της Δημοκρατίας (φόβοι που αντιμετώπισε στην ομιλία της και η Πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου). Η απειλή – προπάντων – ενός εγκάρσιου και βαθύτατου ρήγματος στην κοινωνική συνοχή, ενός διαγενεακού χάσματος πιο συγκεκριμένα, που έφερε στο φως η πολυσυζητημένη πρόσφατη έρευνα της Μetron. Οπου οι νεότεροι, οι κάτω των 35 ετών, δεν δίνουν απλώς εντελώς διαφορετικές απαντήσεις από τους μεγαλύτερους, με διπλάσια ποσοστά απαισιοδοξίας, απογοήτευσης, θυμού και απόρριψης. Μοιάζει να τους έχει μετακομίσει, κυριολεκτικά, η πανδημική κρίση σε έναν άλλον, δυστοπικό κόσμο. Οπου το μέλλον σκοτεινιάζει και η συζήτηση για το παρελθόν ή ο εορτασμός μιας επετείου μοιάζουν εκτός τόπου και χρόνου.

Μα υπάρχει και μια άλλη όψη της στιγμής που ζούμε. Ο κύκλος της οργισμένης αυτολύπησης που κυριάρχησε τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης φαίνεται να έχει κλείσει. Την άνοιξη, όταν η χώρα έμοιαζε να νικά τον δράκο του κορωνοϊού, έδινε τη θέση της σε μια περηφάνια και μια υψηλότερη συλλογική αυτοεκτίμηση. Κι αν υποχώρησε τώρα, δεν χάθηκε τελείως. Τη συνοδεύει μια πιο ώριμη και ισορροπημένη σχέση με την ιστορία μας και τη θέση μας στον κόσμο. Η οποία φαίνεται να καθρεφτίζεται, με έναν ενδιαφέροντα τρόπο, σε μεγάλο μέρος της πληθωρικής ερευνητικής και βιβλιογραφικής παραγωγής που η επέτειος των 200 χρόνων έχει παρακινήσει. Ο τρόπος με τον οποίο ο Γιάννης Βούλγαρης ξαναδιαβάζει την ιστορία της Ελλάδας ως χώρας παραδόξως νεωτερικής, ο τρόπος που ο Γιώργος Μαυρογορδάτος ανασκευάζει το δημοφιλές στερεότυπο ότι ένα ελάττωμα του εθνικού μας DNA μας καταδικάζει σε διχασμούς και εμφύλιους σπαραγμούς, ο τρόπος που ο Ρόντρικ Μπίτον αποκαθιστά τη διεθνή διάσταση του ’21, όχι ως εθνική παλιγγενεσία αλλά ως κοσμοϊστορικό γεγονός που εγγράφεται στην ιστορία της Ευρώπης και την αλλάζει, είναι μερικά παραδείγματα αυτής της νέας ανάγνωσης της ιστορίας. Οπου, για να το πω σχηματικά, οι δύο ελληνικοί αιώνες δεν είναι μια δακρυσμένη αφήγηση «προδομένου ηρωισμού», μα ένα αναπάντεχο success story, που μετέτρεψε τη «φτωχότερη οθωμανική επαρχία σε σύγχρονη, ώριμη ευρωπαϊκή δημοκρατία».

Σιγά σιγά αυτή η αφήγηση μπορεί να κάνει την, κατά Κωστή Παλαμά, «αεικίνητον έρευναν» να κινήσει και την «ασάλευτον πίστιν». Να περάσει από την ιστοριογραφία στη «δημόσια ιστορία». Να επηρεάσει τα εκπαιδευτικά πρότυπα, να αλλάξει τη δημόσια πρόσληψη της ιστορίας. Επηρέασε ήδη, άλλωστε, τον φετινό εορτασμό, που ήταν πιο εξωστρεφής, προσπάθησε να δώσει έμφαση (στο μέτρο που η πανδημία το επέτρεπε) στην Επανάσταση ως διεθνές γεγονός, εγγεγραμμένο στην ευρωπαϊκή ιστορία.

Αυτές οι δύο όψεις της στιγμής, η πανδημική απαισιοδοξία και η νέα αισιόδοξη ανάγνωση της ιστορίας, μοιάζουν αντιφατικές, ασύμβατες μεταξύ τους. Κι όμως μπορεί και να συναντώνται κάπου. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης έγραφε πρόσφατα ότι ο ώριμος αναστοχασμός της ιστορίας μας επιτρέπει τώρα πια «να οικοδομήσουμε μια ήρεμη αυτοπεποίθηση που τόσο μας λείπει», χωρίς αυτοϋποτίμηση και απαξίωση όσων έχουμε πετύχει μα και χωρίς παραληρηματικές ιδέες μεγαλείου. Αν έχει δίκιο, τότε αυτή η ήρεμη αυτοπεποίθηση θα μπορούσε να χρησιμεύσει και σ’ έναν επαναπροσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουμε και συζητούμε τη διαχείριση της πανδημικής κρίσης. Μια σταγόνα αυτοπεποίθησης, δάνειο από την επέτειο, θα μπορούσε να βοηθήσει και τις πολιτικές δυνάμεις να οργανώσουν τον διάλογο και την αντιπαράθεσή τους με τρόπο λιγότερο άγονο. Με τη φιλοδοξία να προκύψει ένα σχέδιο για την επόμενη μέρα, που να μας περιλαμβάνει όλους, τους νεότερους προπάντων.