Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Μάρτιος 1978. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες προχωρούν στην απαγωγή του ιταλού πρωθυπουργού Αλντο Μόρο ζητώντας την απελευθέρωση 13 φυλακισμένων συντρόφων τους. Η ιταλική κυβέρνηση, αλλά και όλα τα κόμματα αρνήθηκαν στις 55 μέρες που ακολούθησαν κάθε διαπραγμάτευση με τρομοκράτες. Μάλιστα έχει γραφτεί στην ιστορία η φράση του ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Μπερλινγκουέρ «καμία διαπραγμάτευση με τους τρομοκράτες. Ακόμα και αν σας πω να διαπραγματευτείτε, να μην το πιστέψετε».
Δεν έχει απαντηθεί ποτέ πειστικά γιατί όλες οι δυτικές δημοκρατίες έχουν τελειώσει ιδεολογικά με το θέμα της τρομοκρατίας εδώ και 40 χρόνια, τη στιγμή που στην Ελλάδα το Facebook αναγκάζεται να προβάλει επιχειρήματα για να εξηγήσει πως κατεβάζει αναρτήσεις, διότι απλά απαγορεύει τον λόγο μίσους και πως «οι τρομοκράτες, οι βίαιες εξτρεμιστικες ομάδες και οι οργανώσεις μίσους δεν έχουν θέση στο Facebook και το Instagram». Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει παράδειγμα ευρωπαϊκής χώρας, στην οποία δημόσια πολίτες εκθειάζουν τρομοκρατικές πράξεις, πρώην υπουργός δηλώνει «δεν είχε τρομοκρατήσει κανέναν» η νούμερο ένα τρομοκρατική οργάνωση της χώρας, άλλο στέλεχος του ίδιου κόμματος πριν από λίγα χρόνια δήλωνε πως «είχε ένα ιδεώδες υπέρ του ανθρώπου», ενώ άλλα στελέχη πήγαιναν στο δικαστήριο ως μάρτυρες υπεράσπισης.
Ο αστικός χώρος δεν έχει συνειδητοποιήσει πως η ανοχή που επέδειξε για χρόνια οδήγησε τη σημερινή νέα γενιά σε μία θολή καταγραφή των γεγονότων και σε μία ακόμα πιο θολή αντίληψη για την τρομοκρατία. Η ανομία, τα περιστατικά τραμπουκισμού ακόμα και μέσα στα ίδια τα πανεπιστήμια, οι θλιβερές αναλύσεις περί «καλής και δικαιολογημένης βίας», το κλείσιμο του ματιού σε ομάδες κρούσης που κατά τις διατυπώσεις μερίδας του Τύπου κάνουν «παρεμβάσεις» σε δημόσιους οργανισμούς, επιχειρήσεις και εισόδους σπιτιών οδήγησαν στην κανονικοποίηση του φαινομένου. Το κάποτε λούμπεν και περιθωριακό, έγινε mainstream. Οι απόψεις έπαψαν να αντιμετωπίζονται ως περιθωριακές διατυπώσεις ενός τμήματος που κινείται εκτός δημοκρατικού τόξου, αφού πλέον εκφράζονται από όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Και είναι λογικό.
Οταν η νεολαία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στοιχήθηκε λίγες μέρες πριν πίσω από το πανό που έγραφε «γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», ο χώρος αυτός νομιμοποιείται, αποκτά πολιτική κάλυψη, κανονικοποιείται με τον πλέον επίσημο τρόπο. Πριν από λίγα χρόνια ο κωμικός ηθοποιός ο οποίος τώρα καταγγέλλεται για σεξουαλικές επιθέσεις, ως βουλευτής των ΑΝΕΛ έγραφε δημόσια στο Τwitter «λάθος ανθρώπους σκότωνε η 17 Νοέμβρη».
Λίγα χρόνια μετά γυναίκα πρώην αναπληρώτρια υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ αποφαινόταν σε τηλεπαράθυρο πως «είναι προφανές ότι και ο Αδωνις έχει προκαλέσει εξαιρετικά τον ελληνικό λαό» όταν ρωτήθηκε για την τρομοκρατική επίθεση με γκαζάκια εναντίον του. Αλλά και πριν από λίγες μέρες γυναίκα βουλευτής του ΜέΡΑ 25 ήταν έξαλλη με τη στάση του Facebook ισχυριζόμενη πως «ο κόσμος βοά πως όλο αυτό γίνεται κατά παραγγελία της κυβέρνησης. Πρέπει να αγωνιστούμε για να διασφαλιστεί η δημοκρατία». Λέξεις διατυπωμένες απερίσκεπτα που χάνουν το νόημά τους και έννοιες που χάνουν την αξία τους. Μία πολιτική υποκουλτούρα διαφόρων αποχρώσεων που συναθροίζεται με τη στάση δήθεν διανοουμένων, οι οποίοι πρόσφατα συνεπέγραψαν κείμενο όπου χαρακτήριζαν «ετερότητα» 11 δολοφονίες. Διχασμός, ακόμα και στα στοιχειώδη, στα οποία η εθνική συναίνεση θα έπρεπε να θεωρείται κάτι αυτονόητο. Κατόπιν αυτών, τι να περιμένει κανείς από τους «ημιπιτσιρικάδες» του Διαδικτύου.