Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως πέρασαν τα χρόνια, είχε μεγαλώσει ο πατέρας μου και δεν τον έχω ζήσει. Με έπιασε πανικός. Τα παράτησα όλα, και ήλθα στη Ζάκυνθο. Κι ευτυχώς πρόλαβα πέντε υπέροχα χρόνια να τα ζήσω με τον πατέρα μου.

Οταν γύρισα για να μείνω, άρχισε η καχυποψία. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ενσωματωθώ στο νησί. Μου λείπανε οι άνθρωποι, οι φίλοι στην Αθήνα, το θέατρο.

Οταν έρχομαι στην Αθήνα που τη λατρεύω, κάθε φορά κάτι μου λείπει, ένα κομματάκι από αυτή

την πόλη που αγάπησα,

κάτι με διώχνει.

Ο φόβος, η ανασφάλεια.

Αλήτικη ζωή έζησα, όπως την ήθελα. Χωρίς να δίνω λογαριασμό. Κράτησα αυτό που μου έλεγε ο πατέρας μου: Παιδάκι μου την αξιοπρέπειά σου πάνω από όλα. Νομίζω κινήθηκα έτσι. Εκανα πολύ όμορφα πράγματα. Και τι ήμουν; Ενα τσογλάνι που μπήκε από πείνα στο ραδιόφωνο.

Μου αρέσει να ψάχνω

το παρελθόν. Γι’ αυτό έχω τεράστιο αρχείο. Για να

πας μπροστά πρέπει να κοιτάς και πίσω.